Μπορεί οι ήττες της Τουρκίας στο διπλωματικό πεδίο να είναι αλλεπάλληλες και η κατάσταση στο εσωτερικό να μοιάζει με ισορροπία του τρόμου σε τεντωμένο σχοινί, η στάση όμως της Άγκυρας στην άτυπη πενταμερή για το Κυπριακό Ζήτημα, δεν αναμένεται να αλλάξει: Η Τουρκία προσέρχεται στη Γενεύη με πρόταση για λύση δύο κρατών, επιδιώκοντας να τορπιλίσει το πλαίσιο της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας (ΔΔΟ), μιας διαπραγματευτικής διαδικασίας, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη από το 1977, πλέον όμως φαίνεται να βυθίζεται στη στασιμότητά της.
Του Πιέρρου Ι. Τζανετάκου
Το γεγονός ότι πάνω από μια διεθνή διάσκεψη, ακόμα και άτυπη, όπως είναι η σημερινή της Γενεύης, απλώνεται το πέπλο της πλήρους απαισιοδοξίας των συμμετεχόντων ως προς τις πιθανότητες επίτευξης ακόμα και των ελάχιστων συγκλίσεων, αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο το τέλμα στο οποίο έχει περιπέσει την τελευταία περίοδο το Κυπριακό. Η Αθήνα και η Λευκωσία παραμένουν ορθότατα προσανατολισμένες στο υπάρχον και νόμιμο πλαίσιο της ΔΔΟ, αλλά κρατούν μικρό καλάθι και εργάζονται ήδη πάνω στα πιθανά σενάρια της επόμενης μέρας. Ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών προφανώς γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα την κατάσταση. Η σύγκληση, λοιπόν, της πενταμερούς από τον Αντόνιο Γκουτέρες μπορεί ν’ αναγνωστεί με δύο τρόπους: Ο πρώτος, ο θετικός, είναι ότι ο ΟΗΕ επιδιώκει για ακόμα μία- ίσως τελευταία- φορά να τραβήξει όλους τους παίκτες έξω από το τέλμα, δίνοντας ακόμα μια ευκαιρία στην ΔΔΟ, με άγνωστο το πότε και κυρίως το πώς θα καταλήξει. Είναι φανερό, άλλωστε, ότι καθώς δεν έχουν γίνει καθόλου προπαρασκευαστικές συζητήσεις, η άτυπη πενταμερής λαμβάνει σχεδόν πολιτικό χαρακτήρα. Ο δεύτερος, ο αρνητικός- αλλά και με περισσότερες πιθανότητες να επιβεβαιωθεί- τρόπος είναι ότι ο Γενικός Γραμματέας θέλει να δείξει στη διεθνή κοινότητα πως υπό τις υπάρχουσες συνθήκες το Κυπριακό δεν πάει ούτε μπρος ούτε πίσω, άρα πρέπει να δούμε τι θα γίνει από εδώ και στο εξής. Αυτό, λοιπόν, είναι το πρώτο δεδομένο: Το τέλος της πενταμερούς την Μεγάλη Παρασκευή θα σηματοδοτήσει εξελίξεις.
Το δεύτερο δεδομένο μπορεί να έρχεται από το παρελθόν, αλλά είναι ισχυρότατο: Από τον Μάρτιο του 1964 η Κυπριακή Κυβέρνηση είναι αναγνωρισμένη ως η μοναδική νόμιμη αρχή στη μεγαλόνησο κι αυτό παρά την αποχώρηση των Τουρκοκύπριων υπουργών μετά τις διακοινοτικές συγκρούσεις εκείνου του χειμώνα. Από την άλλη πλευρά το ψευδοκράτος, η λεγόμενη «Τουρκική Δημοκρατία Βόρειας Κύπρου», δεν είναι αναγνωρισμένη διεθνώς από κανέναν, πλην φυσικά της Άγκυρας. Άρα, λοιπόν, όχι μόνο η διχοτόμηση, αλλά ακόμα και η συνομοσπονδία είναι ενδεχόμενα αντίθετα στη διεθνή νομιμότητα. Νέο κράτος στο κυπριακό έδαφος δεν μπορεί να υπάρξει, όπως επίσης δεν μπορεί να υπάρξει και απονομιμοποίηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το τρίτο δεδομένο είναι ότι τα Κατεχόμενα αποτελούν για την Τουρκία αναπόσπαστο τμήμα του συστήματος ασφαλείας της, όχι μόνο για την παρουσία της στην Ανατολική Μεσόγειο, αλλά και ως ζώνη το βεληνεκές της οποίας φτάνει μέχρι τα τουρκικά σύνορα με την Συρία, όπου και δραστηριοποιούνται εντατικά οι Κούρδοι που απειλούν- σύμφωνα πάντα με την Άγκυρα- την εδαφική ακεραιότητα της Τουρκίας. Άρα, λοιπόν, ένα από τα βασικά διακυβεύματα της διαπραγμάτευσης, δηλαδή το θέμα της άμεσης αποχώρησης των παράνομων τουρκικών στρατευμάτων από την Κύπρο, καθίσταται πλέον ακόμα πιο απίθανο απ’ όσο ήταν το 2017 και το Κραν Μοντανά, πόσο μάλλον από το 2004 και το Σχέδιο Ανάν.
Το τέταρτο δεδομένο είναι πως η Τουρκία έχει εμπεδωθεί από όλους τους συμμετέχοντες στο παζλ της Ανατολικής Μεσογείου ως αναθεωρητική δύναμη. Ο Ερντογάν έχει καταστήσει σαφές ότι έως το 2023 η Τουρκία θα έχει «αποτινάξει τα δεσμά της Λωζάννης», δηλαδή ότι θα επεκτείνει τα σύνορά της, είτε στην ξηρά, είτε στη θάλασσα. Πέρα από την ψευδεπίγραφη «Γαλάζια Πατρίδα» και τις λίγες πιθανότητες που έχει η Τουρκία να λάβει de jure η Τουρκία τη ζώνη που διεκδικεί στη Συρία, το μόνο έδαφος που πιθανόν θα μπορούσε να εμφανίσει μελλοντικά ως «κτήση» της είναι αυτό της βόρειας Κύπρου. Χωρίς, ακόμα, να γνωρίζουμε τον τρόπο και το καθεστώς, δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η Άγκυρα σταδιακά αλλά οργανωμένα επιχειρεί τη δημογραφική αλλοίωση του Τουρκοκυπριακού πληθυσμού στην κατεύθυνση της τουρκοποίησης των Κατεχομένων.
Το πέμπτο δεδομένο είναι ότι η Κύπρος είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρα το τι μέλλει γενέσθαι αφορά άμεσα και τις Βρυξέλλες, παρά τον αποκλεισμό τους από τη σημερινή άτυπη πενταμερή. Πέρα από τη σαφή γεωπολιτική πτυχή που απασχολεί εντόνως την ευρωπαϊκή ηγεσία, η Ένωση έχει τον πρώτο λόγο και στο θεσμικό πλαίσιο που άπτεται της οποιασδήποτε (μη) λύσης. Αυτό είναι το θετικό. Το αρνητικό είναι ότι οι Ευρωπαίοι έχουν εδώ και χρόνια κουραστεί από τη στασιμότητα στην Κύπρο. Όσο, δε, περνούν τα χρόνια είναι εξαιρετικά δύσκολο για τον μέσο Ευρωπαίο ν’ αντιληφθεί το βάθος της αντιπαλότητας που επικρατεί μεταξύ σημαντικών τμημάτων των δύο κοινοτήτων και κυρίως να παραμείνει ευαίσθητος στα κελεύσματα του αίματος, όπως ήταν δηλαδή το καλοκαίρι του 1974.
Πλησιάζουν πλέον να συμπληρωθούν 50 χρόνια από τους δύο Αττίλες και όσο ισχυρή παραμένει η μνήμη στην Κύπρο, τόσο περισσότερο αργοσβήνει στην Ευρώπη. Με λίγα λόγια το Κυπριακό έχει αρχίσει να κουράζει τις Βρυξέλλες, ενώ η αδιαλλαξία, ασχέτως από το που προέρχεται, βαραίνει ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Η διεθνής κοινή γνώμη χάνει τον προσανατολισμό της και η έννοια του τι είναι δίκαιο και ηθικό να γίνει στη μεγαλόνησο θολώνει επικίνδυνα. Από τη στιγμή μάλιστα που η Κύπρος συμπεριλαμβάνεται στην εξίσωση μιας ευρύτερης περιοχής, η οποία είναι σαφές ότι βρίσκεται σε διαδικασία επαναχάραξης, τουλάχιστον όσον αφορά το παιχνίδι της παγκόσμιας επιρροής.
Το έκτο δεδομένο είναι ότι στην Κύπρο δεν πρόκειται να υπάρξει ενιαίο κράτος χωρίς πολιτική ισότητα, δηλαδή με τους Τουρκοκύπριους να χαίρουν απλώς και μόνο μειονοτικών δικαιωμάτων. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να το αποδεχθεί κανείς αυτό, αλλά δυστυχώς έτσι έχουν τα πράγματα. Στην περίπτωση επίτευξης ομοσπονδιακής λύσης η πολιτική ισότητα και όχι η αρχή της πλειοψηφίας, θα είναι ο βασικός αρμός της συνύπαρξης. Χωρίς αυτήν δεν υπάρχει ενιαίο κράτος. Μένει να δούμε σε τι βαθμό θα μπορούσε κάτι τέτοιο να γίνει αποδεκτό από τους Ελληνοκύπριους, αναλόγως βέβαια και των αντίβαρων που θα προκύψουν στα υπόλοιπα καίρια κεφάλαια, δηλαδή στις εγγυήσεις, το εδαφικό και το περιουσιακό.
Κάποιες φορές το Κυπριακό θυμίζει την ιστορία με τον ελέφαντα στο δωμάτιο. Είναι εκεί, αλλά κάνουμε ότι δεν το βλέπουμε. Στην καλύτερη περίπτωση παριστάνουμε ότι αγνοούμε τα πολύπλοκα δεδομένα του. Το ζητούμενο, όμως, είναι ένα: Ν’ αντιληφθούν όλες οι πλευρές μέχρι που φτάνει το χέρι τους και να πράξουν αναλόγως. Αν είναι να προχωρήσουμε σε λύση θα χρειαστούν υποχωρήσεις. Αν πάλι όχι θα πρέπει να σταθμίσουμε ξανά τα δεδομένα και να δούμε που καταλήγουν οι άλλες διαδρομές.
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος