Τα βραβεία προσδιορίζουν το ποιόν της επιτροπής ή μια μεγαλύτερη αναγκαιότητα βίαιης επαναφοράς στην παραποιημένη πραγματικότητα; Κάθε σκεπτόμενος θεατής που έχει δει όλο το διαγωνιστικό πρόγραμμα του 69ου κινηματογραφικού Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν -και στη συνέχεια παρακολούθησε τα βραβεία-, μπορεί και να διερωτηθεί και να προβληματιστεί. Μέσα από μερικά παραδείγματα, θα επιχειρήσουμε να δώσουμε τις δικές μας απαντήσεις που -δυστυχώς- δεν απέφυγαν μια διαφορετική πολιτική ορθότητα.
Blue Moon
Το «Σκοτεινό (ή Λυπημένο) Φεγγάρι» φροντίζει να φωτίσει μια χαρακτηριστική κοινωνική φέτα ζωής της Ρουμάνικης επαρχίας. Μια οικογένεια που παραμένει ενωμένη από τις παραδόσεις, αρνείται να αποδεχτεί ότι η εξέλιξη συνδέεται με την αλλαγή. Ίσως η μοναδική -κάπως- μορφωμένη γυναίκα, στα 20 της, χάνει την παρθενιά της από ατύχημα με ένα παντρεμένο άντρα· αυτό γίνεται η αφορμή πολλαπλών συγκρούσεων που θα αναδείξουν το υποβόσκον δράμα.
Με Ταρκοφσκική ματιά, αποστάγματα από τον κινηματογράφο κοινωνικού ρεαλισμού του συντοπίτη της Μουνγκιού, Τσέχωφκική διάθεση, ερμηνείες που συντηρούνται από τις τεχνικές του Στανισλάβσκυ, και το Βουκουρέστι να υποκαθιστά «τη Μόσχα» από τις «Τρεις αδελφές», έχουμε ένα τρίπρακτο δράμα βραδείας καύσεως.
«Μας πήρε μόλις 12 μέρες για να το γυρίσουμε με αρκετή προετοιμασία και άπειρες πρόβες (…) με ελάχιστους πεπειραμένους ηθοποιούς και με ως επί το πλείστον θεατρικούς ηθοποιούς που δοκιμάζονταν στον κινηματογράφο» θα μας πει η σκηνοθέτις.
Το «Σκοτεινό Φεγγάρι» γίνεται λυπημένο, όσο η δομή του Τσέχωφ υπενθυμίζει πως ναι μεν με σκληρή δουλειά αλλάζουν όλα, αλλά χωρίς εκπαίδευση δεν έρχεται η ουσιαστική εξέλιξη. Εικόνες μετασοσιαλιστικού ρεαλισμού. Αν δεν σπάσεις λοιπόν αυγά, ομελέτα δεν κάνεις, για αυτό καλό είναι να σταματήσουμε να αναλωνόμαστε σε αναπάντητα ερωτήματα με αυγά και κότες, και να χωρίσουμε τον κρόκο από το ασπράδι έγκαιρα όταν αυτό δεν προλαβαίνει να γονιμοποιηθεί παραδοσιακά. Τολμηρή δημιουργία, θεατρικής κοπής αλλά όχι υπερβολής, το «φεγγάρι» λάμπει στα πρόσωπα των θεατών που τολμούν να το κοιτάξουν κατάματα.
Quién lo impide
Βραβείο συνολικής ερμηνείας (και βραβεία Ισπανικής ένωσης κριτικών και Fipresci) έλαβε η ταινία «Ποιος μας εμποδίζει;» του Γιόνας Τρουέμπα. Ο νεαρός σκηνοθέτης, γιός του βραβευμένου με Όσκαρ Φερνάντο Τρουέμπα και ανιψιός του πολυβραβευμένου λογοτέχνη και σκηνοθέτη Νταβίντ Τρουέμπα, επαναπροσδιορίζει την κινηματογραφική φόρμα αποφεύγοντας μεθοδικά να ακολουθήσει τα αφηγηματικά μονοπάτια των συγγενών του.
Στο ολοκληρωμένο σε τρεις πράξεις σχεδόν τετράωρο δημιούργημα του, καταγράφει βιωματικά, με κώδικες ντοκιμαντέρ αλλά και μυθοπλασίας, τη ζωή μιας ομάδας παιδιών που έχουν κληθεί να υποδυθούν ρόλους. Τα γεγονότα όμως που λαμβάνουν χώρα στην Ισπανία στην παιδεία, την πολιτική, την κοινωνία, ακόμα και στον πρόσφατο εγκλεισμό, καταγράφονται και εξελίσσουν την αφήγηση εκ του παραλλήλου.
Αταξινόμητη, ορμητική, με θαλπωρή για τον θεατή και τους νεαρούς πρωταγωνιστές, σχεδόν αναγκάζει τους θεατές να αποδεχτούν τους κανόνες ενός παιχνιδιού εν τη γενέσει του.
Πριν ξεκινήσει η πρώτη πράξη, ο δημιουργός προσκαλεί σε ένα zoom meeting (σημείο των καιρών) τους ηθοποιούς του για να τους ανακοινώσει ότι η ταινία του ολοκληρώθηκε:
-Είναι σχεδόν 3 ώρες και 30 λεπτά.
-Το κοινό δεν το σκέφτεσαι;
-Θα κάνουν δύο πεντάλεπτα διαλείμματα.
Κάπως έτσι ο θεατής γνωρίζει εκ προοιμίου τί θα του συμβεί και έχει την επιλογή να φορέσει τα αθλητικά του και να την κάνει. Είναι όμως πρακτικά αδύνατον να αποχωρήσεις από την ταινία· τα προβλεπόμενα διαλείμματα αντί να ξεκουράζουν δημιουργούν -όπως λένε και στο χωριό μου- αν-τι-σι-πέισιον (αντιθιπαθιόν αν το πεις περιπαικτικά με ισπανική προφορά ώστε να ακουστεί πιο έντονα το δεύτερο συνθετικό, το passion, αυτό από το οποίο ξεχειλίζει η ταινία).
«Δεν ξέραμε ακριβώς τί γυρίζαμε» θα μου πει αργότερα σε προσωπική συνέντευξη. «Υπήρχε όμως μια αναγκαιότητα να γυρίσουμε κάτι ακόμα και χωρίς να γνωρίζουμε τί θα ήταν αυτό. (…) Η ταινία βρήκε την τελική της μορφή στο μοντάζ (…) κανένας μας δεν ήξερε ότι αυτό το πρότζεκτ θα μας έπαιρνε 5 χρόνια για να το ολοκληρώσουμε».
Γιατί όμως αυτό το βραβείο συνολικής ερμηνείας σε αυτούς τους ενεργητικούς έφηβους; Ίσως επειδή ήταν άφοβοι· επιπροσθέτως γιατί έβλεπες την ταυτότητα τους να πλάθεται, να αγκαλιάζουν ο ένας τη διαφορετικότητα του άλλου και πειραματικά να ανιχνεύουν τα πρόσωπα που έχουν κληθεί να υποδυθούν στο αχαρτογράφητο (και σχεδόν χωρίς σενάριο) δημιούργημα.
Πάνω από όλα γιατί κανένας δεν τους εμποδίζει, όπως ορίζει και ο τίτλος, σε μια εποχή που το ανθρώπινο συνεργείο συνειδήσεων πρώτα παράγει τα κοινωνικά μας δισκόφρενα και στην πορεία μας αφήνει με καμένα τακάκια σε δρόμους χωρίς φανάρια. Αντί λοιπόν αυτή η ομάδα δημιουργών να κατεβάσει ταχύτητα, με λογικευόμενη ορμητική διάθεση κατέκτησε την πίστα των καρτ σε αυτό τον αγώνα που κράτησε σχεδόν τέσσερις ώρες από τη ζωή μας.
Maixabel
Το «Μαϊσαμπέλ» είναι η Βάσκικη συμμετοχή που παίρνει και το αντίστοιχο βραβείο. Πρόκειται για μια ιστορία πολυφορεμένη αλλά και πρωτότυπη, ταμπού αλλά και ανοιχτό θέμα συζήτησης. Φυλακισμένο μέλος της ΕΤΑ θα κληθεί να εξηγήσει σε σύζυγο εκτελεσμένου θύματος τους λόγους που τον οδήγησαν στον φόνο.
Η Ισιάρ Μπογέιν ξέρει να κινηθεί σε αυτά τα μονοπάτια με αδηφάγα ευκολία. Έχοντας στο βιογραφικό της μια σειρά από ταινίες κοινωνικού ρεαλισμού (κάποια από αυτά και με τη σφραγίδα του συζύγου της Πολ Λάβερτυ, γνωστού σεναριογράφου του Κεν Λόουτς), ακολουθεί το ασφαλές μονοπάτι που στην πραγματικότητα είναι και το πιο δύσβατο.
Απουσία δράματος, συναισθηματικών εξάρσεων, υπερβολών, αποσπασματικά αλλά με χρονολογική συνάφεια, παραθέτει γεγονότα χωρίς να κρίνει με διαφορετικά βαρομετρικά μέτρα ένοχους και αθώους· για να έχουν τιμωρηθεί οι ένοχοι, μια κάποια δικαιοσύνη θα αποδοθεί.
Στη χώρα των βάσκων το φάντασμα της ΕΤΑ κατοικεί στο δικό του βασίλειο, ταράζοντας με αναμνήσεις τα λιμνάζοντα νερά της ενότητας. Δύο αποσβολωτικές ερμηνείες, αυτές του Λουίς Τοσάρ και της Μπλάνκα Πορτίγιο.
The eyes of Tammy Faye
«Τα μάτια της Τάμυ Φέι» έχουν κολλημένες τρέιντ-μαρκ βλεφαρίδες, τα χείλη της κακοφτιαγμένο περίγραμμα, τα ψεύτικα νύχια της μυρίζουν ακόμα και από την οθόνη καμένο τεφλόν. Με τόσα ψεύτικα στοιχεία μαζεμένα, καθώς και με πολλά προσθετικά που παραμόρφωσαν τελείως την Τζέσικα Τσαστέιν, πλάστηκε μια γνήσια αψεγάδιαστη ηρωίδα που βασίστηκε σε ένα πραγματικό πρόσωπο που για να το περιγράψω δανείζομαι τον τίτλο μιας άλλης ταινίας «πιο παράξενο από παράξενο».
Η πραγματική Τάμυ Φέι στην οποία στηρίχτηκε η δραματοποιημένη βιογραφία, αποτελεί το ιδεατό πρότυπο της μέσης συντηρητικής Αμερικάνας που χρησιμοποιεί το όνομα του κυρίου ως επιταγή ηθικής -αλλά και για να εισπράξει επιταγές. Από μικρή γοητευόταν από το ψέμα των θαυμάτων, τα επίπλαστα θέσφατα των γραφών, την αυτοπροβολή με ή χωρίς τη χρήση του ονόματος του Κυρίου· Προσποιήθηκε θεία σύνδεση στην πρώτη της κοινωνία, ανέλυσε με όρους μάρκετινγκ τα τηλε-κηρύγματα, παπαγάλισε τις γραφές και χρησημοποίησε την όμορφη φωνή της για να τραγουδήσει -και να ηχογραφήσει- Christian pop. Όλα αυτά καθώς προσπαθούσε να βρει την ευτυχία σε έναν γάμο με κρυπτοομοφυλόφιλο απατεώνα τηλε-ευαγγελιστή τον οποίο απάντησε -όχι μεθοδικά- στην προσπάθεια της να γευτεί λίγη πραγματική ευτυχία.
Για να υποδυθείς τη θρυλική βερσιόν ενός Λιμπεράτσε ή Ραφαέλ που χάνεται στα προσθετικά, παραμορφώνεται από τις πλαστικές και η χρήση του ονόματος του Κυρίου -δια πάσα νόσο- γίνεται δεύτερη φύση απαιτεί αποστασιοποίηση, κάτι που επιτυχώς παράγουν τα μάτια της Τζέσικα Τσαστέιν σε κάθε κοντινό πλάνο.
Η Jessica Chastain στην πρεμιέρα της ταινίας The Eyes of Tammy Faye στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν @Apollon Bollas
Το τηλεοπτικής κοπής σενάριο ή η -σχεδόν- επεξηγηματική των καταστάσεων διεκπεραιωτική σκηνοθεσία, δεν κατάφερε να συγκρατήσει το όραμα της πρωταγωνίστριας (και συμπαραγωγού). Δυστυχώς ο συνοδοιπόρος -και συμπρωταγωνιστής της- Άντριου Γκάρφιλντ φαίνεται ακόμα περισσότερο ακαθοδήγητος στο σαρωτικό πέρασμα της Τσαστέιν. Το βραβείο μοιράστηκε με την Φλόρα Οφίλια Χόφμαν για το εξίσου πολυβραβευμένο «Όπως στον Παράδεισο».
Vortex
Το «Βόρτεξ» του Γκασπάρ Νοέ που δημιουργήθηκε εξολοκλήρου εν τω μέσω του εγκλεισμού και παράχθηκε βασισμένο και σχεδιασμένο ώστε οι υπάρχουσες δυσκολίες παραγωγής να γίνουν σεναριακή αναγκαιότητα κερδίζει το βραβείο Zabaltegi-Tabakalera.
Με παράλληλη λήψη πλάνων από δύο 16mm κάμερες, το φορμάτ να αλλάξει με βάση τον όγκο παράλληλων -ή μη- πλάνων που ενθέθηκαν στο εκάστοτε ψηφιακό καρέ, ο δημιουργός των ανατρεπτικών και προβοκατόρικων «Μη Αναστρέψιμος» και «Love» αποφασίζει να εκθέσει ένα μέρος της ιστορίας της μητέρας του.
Η σύζυγος ενός θεωρητικού του κινηματογράφου πάσχει από προχωρημένο αλτσχάιμερ. Η καθημερινότητα του ζευγαριού έχει γίνει αφόρητη διότι επιπροσθέτως των προβλημάτων του ζευγαριού, ο σύζυγος και ο γιός του κρατούν διαφορετική στάση στην αντιμετώπιση της μη αναστρέψιμης αποκατάστασης της μνήμης της γυναίκας που αγαπάνε.
Ο Ντάριο Αρτζέντο, μετρ του τρόμου, βρίσκεται μπροστά από την κάμερα προσπαθώντας να ισορροπήσει τις μεγάλες αγάπες του: τη γυναίκα του, τα όνειρα, τον κινηματογράφο και τη γραφή. Δυστυχώς το έμψυχο μέλος αυτής της συνάρτησης λειτουργεί ανασταλτικά στα υπόλοιπα. Έτσι λοιπόν οι εφιάλτες καταβάλλουν την καθημερινότητα: σκοτεινά όνειρα, επεισόδια απώλειας συνείδησης, τεταμένα νεύρα.
Για τον Γκασπάρ Νοέ όμως η εξέλιξη του εξωστρεφή και θορυβώδη κινηματογράφου του σε ένα Μικαελχανεκενικό σύμπαν χειρουργικής λεπτότητας ακροτήτων είναι τρόπος επικοινωνίας με το κοινό του, που παράλληλα με αυτόν έχει ωριμάσει. Το βιβλίο που, προϊδεαζόμαστε, πως δεν θα γραφτεί ποτέ καθώς και αυτό είναι ένας αλυσιτελής εφιάλτης που ενδυναμώνει τη σύμβαση του απολεσθέντος χρόνου. Μια ταινία με αγάπη και τον αντίποδα της είναι έτοιμη να μας κατασπαράξει οπτικά, ηθικά, συναισθηματικά. Και το καταφέρνει.
Επίθεση στην ανδροκρατούμενη φεστιβαλική κοινότητα;
Κοινωνικός και ποιητικός ρεαλισμός («Blue Moon» και «As in Heaven» αντίστοιχα) φεύγουν με το Χρυσό και το Αργυρό Κοχύλι, mainstream American arthouse για το μισό βραβείο γυναικείας ερμηνείας (Τζέσικα Τσαστέιν για «Τα Μάτια της Τάμυ Φέι») cleancut φεστιβαλική ερμηνεία για το άλλο μισό (Φλόρα Οφίλια Χόφμαν για το «Blue Moon») και ομαδικό πνεύμα με πειραματισμό για το βραβείο δεύτερης ερμηνείας.
Το βραβείο πρωταγωνιστή (ανεξαρτήτως φύλου) μοιράζεται σε δύο γυναικείες μορφές (η μία γκροτέσκα και η άλλη κλασσικής κοπής)· το αντίστοιχο συμπληρωματικού χαρακτήρα δίδεται σε ομάδα μη επαγγελματιών ερμηνευτών με ελάχιστα χιλιόμετρα στο σελιλόιντ.
Το βραβείο Βάσκικου κινηματογράφου προσφέρεται σε επιτυχημένη ισπανίδα σκηνοθέτη, δικαιολογημένα, αφού είχε οικουμενικό και άκρως βάσκικο θέμα με πολιτικές και ανθρωπιστικές προεκτάσεις, αυτό της τρομοκρατίας, και το ειδικό βραβείο της επιτροπής θα καταλήξει σε άλλη μια γυναίκα για την ακατανόητη αλλά αισθητικά εξαίσια δημιουργία της Earwig (Λουσίλ Χατζιχαλίλοβιτς).
Δεύτερο βραβείο (αργυρό κοχύλι) στην Τέα Λίντεμπουργκ για την ποιητική ταινία εποχής «As in Heaven». Να θυμίσουμε ότι και το πρώτο βραβείο, το χρυσό κοχύλι, δόθηκε σε γυναίκα δημιουργό, μάλιστα πρωτοεμφανιζόμενη.
Ήταν όμως το φετινό φεστιβάλ μια νοικοκυρεμένη ή άναρχη επίθεση στην ανδροκρατούμενη κινηματογραφική κοινότητα;
Μπακαλίστικα μπορούμε να πούμε τρεις το λάδι (για τα θρεπτικά θεάματα), τρεις το ξύδι (για όσες ταινίες μας άφησαν με την ξινίλα της υπερπροσπάθειας). Αυτό όμως το λαδόξυδο, ας υπογραμμίσουμε, δεν στόλισε γευστικά μια πολυπολιτισμική σαλάτα· ήταν η επικάλυψη στη γεύση που φέρνουν τα νέα ζαρζαβατικά όταν το χώμα δεν έχει προετοιμαστεί κατάλληλα μετά από μια παρατεταμένη περίοδο εγκλεισμού, για να καρποφορίσουν σε ιδανικές συνθήκες ιδέες, σκέψεις, προβληματισμοί.
Επιμέλεια: Δάφνη Σκαλιώνη
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος