Κάθε που αποχαιρετώ μια χρονιά, επιλέγω να χαρίζω στον εαυτό μου μια -τουλάχιστον- ανάμνηση, που θα με ακολουθεί και όλον τον υπόλοιπο χρόνο. Το σκληρό, μοναχικό, ασταθές, θυμωμένο, αδυσώπητο και γεμάτο ρατσισμό 2021, επέστρεψα στα παιδικά μου χρόνια και μου έκανα ένα δώρο, επισκεπτόμενος το «Zartan’s». Πρόκειται για ένα μαγαζί παλαιών παιχνιδιών στη Νέα Ιωνία που όμως μου επιφύλασσε μια μοναδική έκπληξη: Ένα πολύ προσεγμένα στημένο βίντεο-κλαμπ, όπως αυτά που είχα στην παιδική μου μνήμη· ίσως και ακόμα καλύτερο, αφού όλες οι ταινίες ήταν κατηγοριοποιημένες όπως στην τότε δική μου συλλογή, δηλαδή με βάση την εταιρία διανομής και το χρώμα της ράχης της βιντεοκασέτας.
Ο Παναγιώτης Ματράκας δεν είναι εθισμένος συλλέκτης βιντεοκασέτας, αλλά λάτρης των ρετρό παιχνιδιών. «Ξεκίνησα το 2010 ως συλλέκτης. Έψαχνα και μάζευα αρκετά ρετρό αντικείμενα και παιχνίδια. Μου μπήκε το μικρόβιο και από χόμπι έγινε επάγγελμα».
Τί οδηγεί αυτή τη στροφή των πελατών στο παρελθόν, σε ένα κόσμο που υπάρχει μόνο στις -υποκειμενικές- αναμνήσεις μας, αυτή που καταγράφει την προσωπική μας αλήθεια; «Η παιδική αθωότητα. Οι συλλέκτες και οι πελάτες μας είναι άνω των 35 ετών, όπως είμαι και εγώ. Ψάχνουμε μέσα στην καθημερινότητά μας -που δεν είναι και η καλύτερη- μια διέξοδο».
Για εμένα, οι συλλέκτες του σήμερα ψάχνουν, σε αντίθεση με αυτούς στο παρελθόν που τους ενδιέφερε μόνο η ανάμνηση, προϊόντα που ίσως έχουν μεγαλύτερη μεταπωλητική αξία. Όχι όμως για τον Παναγιώτη. «Εν μέρη διαφωνώ, γιατί κανείς δεν ξέρει αν κάτι που θα αγοράσει σήμερα θα είναι επένδυση σε 5 χρόνια από τώρα. Αν για παράδειγμα αγοράσουμε ένα παιχνίδι νέας κυκλοφορίας, δεν γνωρίζουμε προκαταβολικά την αξία του σε 5 ή και 10 χρόνια. Βασίζομαι στο ότι παιχνίδια που τώρα έχουν συλλεκτική αξία, ενδέχεται να χάσουν πολύ σύντομα την αξία τους. Όλο αυτό είναι κύκλος. Οι νεότεροι συλλέκτες είναι κάτω του ηλικιακού ορίου που αναφέραμε νωρίτερα, οπότε αλλάζει και η συλλεκτικότητα στα παιχνίδια. Άρα, κάτι που για εμάς σήμερα δεν είναι συλλεκτικό, μπορεί να γίνει συλλεκτικό στη γενιά συλλεκτών που είναι νεότεροι. Όλα είναι σχετικά. Δεν νομίζω ότι κάποιος μπορεί να επενδύσει με αυτή τη λογική».
Πως ξεκίνησε όμως η αρχικά συλλογή και στη συνέχεια εμπορική εκμετάλλευση της βιντεοκασέτας από έναν συλλέκτη παιχνιδιών; «Τελείως τυχαία, και κατά κάποιο τρόπο αναγκαστικά, άρχισα να μαζεύω βιντεοκασέτες. Στις αποθήκες που ψάχναμε για να αγοράσουμε παλιά παιχνίδια, σχολικά· υπήρχαν και προϊόντα από παλιά δισκοπωλεία ή βιντεο-κλαμπς. Η πολιτική των πωλητών ήταν «ή τα παίρνεις όλα ή τίποτα»· έτσι αναγκαζόμασταν να παίρνουμε και τις κασέτες. Οι βιντεοκασέτες μπήκαν τυχαία στον χώρο μας, αλλά εξελίχθηκαν εξαιρετικά. Υπάρχει κόσμος που μαζεύει και ψάχνει κασέτες».
Εξειδικευμένα καταστήματα, όπως και αυτό, υπάρχουν σε όλον τον κόσμο. Οι βιντεοκασέτες όμως, και ιδιαίτερα η κυκλοφορία τίτλων που δεν βγήκαν στη συνέχεια σε DVD ή Bluray, έχουν κάνει δημοφιλές το είδος και διεθνείς τις πωλήσεις τους. «Έχοντας πολλούς διαδικτυακούς πελάτες, είναι δύσκολο να κατηγοριοποιήσουμε τα προφίλ τους, υπάρχουν όμως hot κατηγορίες. Αρκετοί κυνηγούν ταινίες τρόμου, αρκετοί ψάχνουν cult ελληνικές ταινίες από τη δεκαετία του ’80 και ίσως λίγο και τα [μεταγλωττισμένα] παιδικά. Φυσικά ψάχνουν και τίτλους που ποτέ δεν κυκλοφόρησαν σε DVD. Εκεί παίζει το θέμα της συλλεκτικότητας. Όταν δεν υπάρχει μια ταινία διαθέσιμη σε καθιερωμένη μορφή θέασης, κάποιοι θα το πάρουν σε VHS για να το έχουν στη συλλογή τους. Ίσως αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να δουν μια ταινία».
Οι VHS κασέτες αποτελούν ακόμα και διακοσμητικό μέρος μιας συλλογής, όπως παλιότερα κάποιοι συνέλεγαν εκδόσεις βιβλίων που είχαν διαβάσει και επιθυμούσαν να αποκτήσουν πρώτες εκδόσεις ή διαφορετικές κυκλοφορίες του ίδιου τίτλου. «Υπάρχουν άνθρωποι που αγοράζουν [βιντεοκασέτες] απλά για να τις βλέπουν στο κουτί [και όχι για να δουν τις ταινίες]. Σε κάποιους δεν τους ενδιαφέρει να δουν καν την έκδοση ή το αν έχει ελληνικούς υπότιτλους. Ίσως τους ενδιαφέρει να έχουν ένα ακόμα κομμάτι στη συλλογή τους. Θέλουν να λένε «έχω την ελληνική ή έχω την αγγλική έκδοση της τάδε ταινίας». Είναι λιγότεροι αριθμητικά όμως».
«Η πιο ακριβή πώληση κασέτας που έκανα ήταν πάνω από 200 ευρώ», θα μας πει. «Ανάλογα με την κατάσταση της βιντεοκασέτας, παίζει η τιμή. Αυτές που είχαν βγει σε πληθώρα και δεν θεωρούνται συλλεκτικές, ξεκινούν από 2 ευρώ».
«Αυτό όμως που μου έκανε περισσότερη εντύπωση όσο είμαι σε αυτόν τον χώρο του εμπορίου, ήταν το ακόλουθο περιστατικό. Όταν ανεβάζω διαδικτυακά κάποιες κασέτες για πώληση, βάζω συνήθως τον πρωτότυπο τίτλο και τα ονόματα κάποιων από τους συντελεστές. Κάποιος αγόρασε διαδικτυακά μια ταινία και παρατήρησα ότι ο πρωταγωνιστής είχε αγοράσει την ταινία στην οποία έπαιζε. Όταν τσέκαρα το όνομα του στο internet movie data base είδα πως στο βιογραφικό του είχε μόλις μία ή δύο ταινίες. Είχα λοιπόν πελάτη ένα πρωταγωνιστή! Η ταινία, της οποίας δεν θυμάμαι τον τίτλο, ήταν στην κατηγορία των ταινιών δεύτερης διαλογής».
«Έχω ψάξει και εγώ σε πολλά καταστήματα μια βιντεοκασέτα που δεν έβρισκα, αλλά δεν θα σας πω ποια είναι. Τη βρήκα πάντως σε ένα κατάστημα στη Βουλιαγμένης».
Έξι ώρες πριν αλλάξει ο χρόνος, ήμουν για λίγες στιγμές και πάλι παιδί· ένα παιδί που του είχα συγχωρέσει όλα τα σφάλματα του. Ήμουν μαζί με τον παιδικό μου εαυτό και μου πήρα δώρο αυτό που ακριβώς ήθελα. Και ήταν η πρώτη χρονιά της νέας μου παιδικής ηλικίας που δεν χρειάστηκε κανένα χαρτί περιτυλίγματος ή κορδέλα για να κάνει την καρδιά μου να χτυπά· μια ωρολογιακή βόμβα που -ευτυχώς- ποτέ δεν θα σκάσει· απλά θα χτυπά για να θυμίζει στην πυρίτιδα ότι η λάμψη από τη φωτιά, χαρίζει άλλης μορφής πυροτεχνήματα.
* Ευχαριστούμε τους Γιώργο Κωτσάκο και Απόλλωνα Μπόλλα για τη μαγνητοσκόπηση της συνέντευξης
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος