Οι λάτρεις του ελληνικού κινηματογράφου των ‘80s θα αισθανθούν ότι βλέπουν μια σοβαρή απόδοση του «Περάστε Φιλήστε Τελειώσατε». Οι πιο κινηματογραφόφιλοι θα ανακαλύψουν μια διαφορετική ανάγνωση της γνωστής ταινίας που μετρά σχεδόν 40 χρόνια ζωής. Και οι δυο κατηγορίες όμως, όσα λογικά επιχειρήματα και αν βρουν για να υποστηρίξουν τη θέση τους θα έχουν δίκιο και άδικο σε ίδιες δόσεις, σαν να βλέπουμε το άγαλμα της δικαιοσύνης με μια πλήρως ευθυγραμμισμένη ζυγαριά. Όμως όποιος υποστηρίξει της διασκευαστικές ευκολίες ή την μεθοδική προσπάθεια να γίνει αποδεκτό από απανταχού τους θεατές, πάλι σωστός θα είναι. Αυτό είναι και το κλειδί για να επιλυθούν τα σωστά εγκλήματα: να γνωρίζεις ότι ανήκεις και στους πολλούς και τιμάς ότι προηγήθηκε της προσπάθειας σου. Μεθοδικά προμελετημένο σας λέω!
Θα επανέλθουμε στα παράξενα κινηματογραφικά και συγγραφικά παράξενα παντρέματα παρακάτω, αλλά έστω με αυτή την ακραία αναφορά ξέρω ότι κέρδισα την προσοχή σας (και ευτυχώς) όχι τον σεβασμό σας ακόμα. Τον σεβασμό κερδίζει πάντα ο ντετέκτιβ και όχι αυτός που τον κρίνει.
Με μια εισαγωγική σκηνή που παραπέμπει (σχεδόν αντιγράφει) στην εμβληματική εισαγωγή του «1917», το «Έγκλημα στον Νείλο» διατηρεί την αισθητική κομψότητα της προηγούμενης κινηματογραφικής μεταφοράς από τον Μπράνα μυθιστορήματος της Αγκάθα Κρίστι, όμως με φανερή διάθεση να συγκινήσει και το κοινό που δεν είναι φαν της βρετανίδας συγγραφέα.
«Θα πεθάνω αν δεν γίνω κυρία Ντόιλ» είναι μια απλή ατάκα για να μπούμε βαθιά στο μυστήριο ενός πιθανού εγκλήματος, όπως ορίζει και ο τίτλος.
6 εβδομάδες αργότερα, μπαίνουμε στο θέμα και την ψηφιακή απεικόνιση του Νείλου (που ξενερώνει στιγμιαία τους θεατές, όπως ξενερώνει και ο Ηρακλής Πουαρό (Κένεθ Μπράνα) από τον χαρταετό που του καλύπτει τη θέα της Σφίγγας). «Κύριε καταστρέφετε ένα από τα θαύματα του κόσμου… και το κεκάκι που τρώω» θα πει για να μας εισάγει σε ένα στούντιο Νείλου και ένα εξίσου τεχνηέντως πλασμένο μυστήριο.
Μέσα από συμπυκνωμένο κουτσομπολιό σε μια πληθωρική σκηνή μαθαίνουμε εργαλειακά τους πρωταγωνιστές της ιστορίας μας και τα τρωτά τους σημεία. Η Τρίτη πράξη εμπεριέχεται στην πρώτη, όταν η Λίνεν (Γκαλ Γκαντό) θα αλλάξει όρκους αγάπης με τον σύντροφο της καλύτερης της φίλης (Τζάκι), η οποία μάλιστα όχι μόνο της τον γνώρισε, την παρακάλεσε να τον βάλει στη δούλεψη της… και τον έβαλε!
Η ζήλια σαν πιο δυνατό δηλητηριο και από αυτό της κόμπρας μπαίνει στις ζωές όλων τους. Η πίκρα όμως μπορεί να μη βοηθάει την εξέλιξη της ζωής, βοηθά την αγκαθακριστική δράση… «για να θεραπευτεί μια καρδιά, μια σφαίρα αρκει», όπως θα ακουστεί διφορούμενα από την Τζάκι.
Η βασίλισσα του Νείλου, μια σύγχρονη Κλεοπάτρα που έχει βρει τον Αντόνιό της σε σκηνή και ζωή, όπως θα μάθουμε μέσα από αφηγήσεις για τη Λινέλ, ψάχνει ένα σαιξπηρικής κοπής τέλος πριν καλά καλά αρχίσει το μυστήριο. Η χιτσκοκική προσθήκη, το χτίσιμο του σασπένς από έναν σπουδαίο βρετανό, με τα χάπια της Λινέλ ως απαραίτητο κομφόρ για να κοιμάται από την αγωνία που της προκαλλεί η εμμονική Τζάκι, η οποία θέλει πάση θυσία πίσω τον πρώην σύντροφο της που έγινε άντρας της φίλης της, αρχίζει να πλέκει το κουβάρι.
Τα μπλουζ του Μισισσιπή ντύνουν με μελωδίες το πάρτυ που οφείλει να καταστραφεί για να αφεθούν ελεύθερες οι προσωπικές καταστροφές καθενός από τους ήρωες σε ένα αέναο κυνήγι δολοφόνου.
Αν είναι κάτι που με ενοχλεί και στα βιβλία της Αγκάθα Κρίστι και στις κινηματογραφικές μεταφορές αυτών, είναι η υπερπληροφόρηση και η εκκωφαντική ανατροπή που θα δικαιολογηθεί από έναν ευφυή και αυτοφυή χαρακτήρα. Σε αναγκάζει να γυρνάς στην αρχή της ιστορίας και να λες “that made sense”. Είναι ένα εργαλειακό πλαίσιο -όπως ήταν και η μισάνοιχτη πόρτα στις ταινίες του Χίτσκοκ. Όμως η Κρίστι, σε αντίθεση με τον Χίτσκοκ, γνώριζε το κοινό που έχοντας ένα βιβλίο στα χέρια του μπορούσε να επιστρέψει σελίδες πριν για να ανακαλέσει μια λέξη κλειδί, ενώ ο Χίτσκοκ γνώριζε ότι είναι πιο οικουμενικό και κινηματογραφικό να δείχνεις τον δολοφόνο και να περιμένεις τη στιγμή του φόνου.
Για να πετύχει κάποιος αυτό το πάντρεμα συγγραφικά θα έπρεπε να γράφει για σαιξπηρικούς ήρωες σε ένα άρλεκιν. Για να πετύχει κάποιος το πάντρεμα κινηματογραφικά, είναι σαν να βάζεις τον Τζέιμς Πάρη να καθοδηγεί τον Σκορσέζε. Ο Μπράνα επιλέγει να χρησιμοποιήσει το συγγραφικό πάντρεμα άρλεκιν και Σαίξπηρ αντ’ αυτού -και πολύ καλά κάνει. Με τα ίδια συστατικά αλλά κομψό σερβίρισμα μετατρέπει ένα ξαναζεσταμένο φαγητό σε γκουρμέ κεκάκια -σαν αυτά που απολαμβάνει σε ζυγό αριθμό, για να μην τον πιάσει το κακό μάτι ο Πουαρό. Η πρόληψη βέβαια περιορίζει το αυθόρμητο που μορφοποιεί το ξάφνιασμα σε τέχνη.
Το έγκλημα στο Νείλο χρησιμοποιεί την εγκληματική επαναληπτικότητα των κλισέ υπέρ του, καταφέρνοντας μεταξύ άλλων να υποβοηθήσει την αφήγηση ενός love story για ανθρώπινους σιγαστήρες κυριολεκτικά και μεταφορικά. (Όταν δείτε την ταινια θα καταλάβετε).
«Δεν λυπάμαι για ό,τι κάναμε, αλλά λυπάμαι για το που σε οδήγησε η πράξη μου Τζάκι» θα πει η Λινέλ, αποκωδικοποιώντας μια αρνητική ανάγνωση του αποτελέσματος της ταινίας και χαρίζοντας της πολλές δικαιολογίες για αυτό που καταλήγει να είναι: επιτηδευμένα ευχάριστη, μπανάλ διασκεδαστική, αγωνιωδώς προβλέψιμη.
Αν λοιπόν θέλετε να ταξιδέψετε με ένα ποταμόπλοιο στο Νείλο παρέα με θυμωμένες θρησκευόμενες ρατσίστριες -σχεδόν- πεθερές, πάμπολλες εθισμένες στα χάπια, άτομα εθισμένα στο ποτό το κάπνισμα και τον τζόγο, ένα ζευγάρι κομουνίστριες λεσβίες, γεμάτες απαξίωση μαύρες τραγουδίστριες, υπηρέτριες που θα ήθελαν να είναι αφεντικά, λόρδους συζύγους που ουδέποτε αγαπήθηκαν… έχετε επιβιβαστεί στο καλύτερο -αυτής της φτωχής κινηματογραφικά περιόδου- whodunit ταινίας.
Το μυστήριο αυτού του εγκλήματος στο Νείλο θα λυθεί στις κινηματογραφικές αίθουσες σε μια ακριβώς εβδομάδα.
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος