Μην παρεξηγηθώ με όσα θα ακολουθήσουν. Η ταινία «Elvis» βλέπεται ευχάριστα όπως και όλες οι ταινίες του Μπαζ Λούρμαν (εκτός της «Αυστραλίας») χωρίς -δυστυχώς- να προάγει το είδος της κινηματογραφικής βιογραφίας.
Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς
Όσο δεν υπάρχει νόμος που να απαγορεύει στους εν ζωή συγγενείς να παρεμβαίνουν στις κινηματογραφικές βιογραφίες αστέρων, δυστυχώς θα βλέπουμε στην καλύτερη των περιπτώσεων όμορφες και κενές νοημάτων -ή αλήθειας- ταινίες. Αν και περιμέναμε ο Έλβις (δια οπτικής Μπαζ Λούρμαν) να σώσει τον θρόνο του, δυστυχώς ο βασιλιάς του Ροκ Εντ Ρολ ήταν γυμνός μέσα από τα στρας, ροζ κουστούμια ή το ελαφρύ μακιγιάζ του. Με πιο απλά λόγια, έχουμε στην μεγάλη οθόνη μια λαμπερή, χάρτινη, συκοφαντική σχεδόν ως προς τα γεγονότα, μικροιστορία. Έχοντας στο προσκήνιο την ιστορία του μάνατζερ, του γνωστού ως συνταγματάρχη Τομ Παρκερ (Τομ Χανκς) και την έκρυθμη σχέση με τον καλλιτέχνη του Έλβις, παρακολουθούμε ένα μύθευμα που φλερτάρει με την Αγιογραφία. Ο Μπαζ Λούρμαν δεν καταφέρνει να μαγέψει όπως έκανε ο ροκ σταρ το κοινό, ενώ ο Όστιν Μπάτλερ αποσπασματικά θυμίζοντας τις κορυφώσεις του Έλβις, μπορεί να μην γίνεται καρικατούρα, αλλα σίγουρα δεν υπερβαίνει με μαγεία τον ίδιο τον θρύλο.
Υπέρμαχος των «μαύρων» δικαιωμάτων ή εκμεταλλευτής της κουλτούρας τους;
Ο Έλβις ενσωμάτωσε τη μαύρη και κάντρι μουσική σε ένα «σεξουαλικά διαβολικό φίλτρο», οπότε τουλάχιστον περιμέναμε αυτό το στοιχείο να έχει αξιοποιηθεί πλήρως. Στο πρώτο μέρος της ταινίας, δεν υπάρχει ωραία ενσωμάτωση των τραγουδιών του, επιτρέποντας σε rnb ανέμπνευστες διασκευές να επισκιάζουν το θέαμα. Συγκεκριμένα, διασκευές όπως το «can’t help fallin in love» σε πετάνε απο την αφήγηση. Στο δεύτερο μέρος κορυφώνεται η πολιτική δράση (τι βλέπουμε θεέ μου) και ταυτότητα του υπερκαλλιτέχνη: Οι αντιλήψεις του για τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, η διεκδίκηση των δικαιωμάτων των μαύρων, η καταπολέμηση του ρατσισμού από τη μουσική, · όλα περνάνε τόσο επιφανειακά και γυαλιστερά σαν να μπήκαν μόνο για τα προσχήματα.
Beauty is not in the eye of the beholder
Ο Έλβις όμως έπρεπε να είναι αστραφτερός για να ενσωματώνεται στο σκηνογραφικό περίβλημα, έτσι το clean cut baby face του Όστιν Μπάτλερ σε όλη την ταινία, χωρίς παραπανίσιο βάρος ή εξάρσεις από την κατανάλωση ναρκωτικών ουσιών, χαρίζουν μια αγιογραφία του ροκ εντ ρολ αστεριού στην πουριτανική Αμερική του τότε και του σήμερα. Ο ήρωας βλέπετε κατά το σενάριο, έπρεπε να ενδώσει σε κάποιους πειρασμούς εντός του έγγαμου βίου, αφού «αγαπούσε παραπάνω το κοινό του». Η κορύφωση στην τρίτη πράξη που θέλει έναν Έλβις παγιδευμένο στο συμβόλαιο του και με αυτοκτονική θλίψη, προκαλεί -δυστυχώς- γέλια αμηχανίας. Η δε αντιπαραβολή πλάνων-ντοκουμέντων σε μία από τις τελευταίες εμφανίσεις του στο Las Vegas με τη σαπίλα των δοντιών του στα τελευταία πλάνα να εναλλάσσονται με τα τρομακτικά λευκά δόντια του Όστιν Μπάτλερ, προδίδει αυτό που θα έπρεπε να κάνει η ίδια η βιογραφία «την ανάγκη του κοινού να καθαγιάζει, ωραιοποιεί και αποθεώνει» τους θρύλους και κατ’ επέκταση την αποστροφή του από τα μη διαχειριστικά σκοτάδια που ίσως βρίσκουν καθρέφτισμα στον μέσο θεατή. Διότι, ας είμαστε ρεαλιστές, κανένας δεν θέλει να «μυρίζει τα περιττώματά του», ούτε να ανακαλεί αυτή τη μυρωδιά στη μνήμη του βλέποντας και άλλους αντιμέτωπους με αντίστοιχα «φυσικά εμπόδια» της καθημερινότητας.
Τομ Χανκς και Έλβις: Φίλοι από τα παλιά
Στη νέα βιογραφία του Έλβις, ο Τομ Χανκς υποδύεται τον στρατηγό Tom Parker, που αργότερα ανακαλύφθηκε ότι έκρυβε την πραγματική του ταυτότητα, αυτή του Ολλανδού Andreas van Kuijk που φρόντιζε μεθοδικά να μην αποκαλυφθεί το παρελθόν του. Αν κάτι έκανε το χειλάκι μας να σκάσει στην προβολή ήταν αυτή η ειρωνική συνάντηση που είχε ο Τομ Χανκς (ως ανήλικος Forrest Gump) με τον Έλβις Πρίσλεϊ σε εκείνη την ταινία. Στο απόσπασμα, ο καλλιτέχνης στα πρώτα του βήματα, όσο ακόμα πάντρευε τους country ήχους με την αφροαμερικανική gospel μουσική, υποτίθεται ότι αντέγραψε τις χορευτικές του κινήσεις από τους παράξενους βηματισμούς του νεαρού που έπασχε από πολυομυελίτιδα. Αυτό το αστείο σήμερα πιθανότατα να είχε λογοκριθεί, καθώς η πολιτική ορθότητα απαγορεύει τη δημιουργική αναδόμηση περιστατικών που ενδέχεται να προσβάλουν κοινωνικές ομάδες. Όμως, αυτό, το για πολλούς άκομψο αστείο, είναι η ουσία που οι περισσότερες βιογραφίες οφείλουν να ενσωματώνουν στις αφηγήσεις τους: Το μη προφανές, το παράδοξο, την έμπνευση απουσίας φίλτρων, το γεγονός στον τόπο και χρόνο που γεννήθηκε -με τα ήθη, έθιμα και παραδόσεις του τότε-. Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος στη συνέχεια, ας βρουν τον τρόπο του διχτυού ασφαλείας που ίσως απαιτεί το στούντιο ή το κοινό. Βιογραφία χωρίς να ενοχλεί ή με το να παρουσιάζει εκ του ασφαλώς facts, είναι οπτικοποιημένη σελίδα της Wikipedia. Γκέγκε;
Τα πραγματικά αστέρια είναι υπεράνω κριτικής
Ο κινηματογραφικός Έλβις όμως ψάχνει δικαιολογίες για να αποφύγει αυτού του είδους την κριτική και προσπαθεί να ενσωματώσει ένα sub story σχετικά με τα χρόνια του Las Vegas, τον τζόγο της καθημερινότητας και αυτόν που διαλύει τον οικογενειακό προϋπολογισμό των παικτών, ένα δραματουργικό στοιχείο που αν είχε χρησιμοποιηθεί πρωταρχικά ως κυρίαρχο, ίσως φώτιζε μια ενδιαφέρουσα παραμετροποίηση σε αυτή την χιλιοειπωμένη ιστορία (υπάρχουν αρκετές ήδη τηλε-βιογραφίες για τον μεγάλο ερμηνευτή). Αυτός ο «Έλβις» όμως καταλήγει να μας κάνει να αναρωτηθούμε «γιατί γράφουμε την ιστορία της showbiz και της ποπ κουλτούρας μας, με περισσότερο υποπροϊόντα ποπ παρά κουλτούρας;»
Οι βιογραφίες ως επιβεβαίωση της ανυπαρξίας ταλέντων
Πολλές συζητήσεις έχουν γίνει για τις κινηματογραφικές βιογραφίες διασήμων, για τη σεναριακή δομή τους (που είναι παραπλήσια), την άκριτη αποδοχή τους από το κοινό, την ανάγκη αναβίωσης «ολογραμμάτων» ήδη αγαπητών καλλιτεχνών. Τα «Ζωή σαν τριαντάφυλλο» και «Bohemian Rhapsody» κερδίζουν Οσκαρικές βραβεύσεις για τη Μαριόν Κοτιγιάρ και τον Ράμι Μάλεκ ενώ ο Τάρον Έγκερτον κέρδισε μια υποψηφιότητα για Bafta για το «Rocketman». Οι κινηματογραφικοί πλέον χαρακτήρες των Εντίθ Πιαφ, Φρέντυ Μέρκιουρι, Έλτον Τζον, μοιράζονται ένα μυστικό: Προστατεύουν την ανάμνηση της ιστορίας και δεν αναδύουν με κριτική ματιά τα υποφωτισμένα μέρη μιας πολυδιάστατης προσωπικότητας. Το κοινό αυτό έχει ανάγκη: να τα αγαπάει εσαεί και εν συνεχεία να φτιάξει νέα είδωλα τα πρόσωπα που υποδύθηκαν τα παλιότερα αγαπητά τους πρόσωπα. Σε μια εποχή που το Body Shaming, το gender fluid, το non-politically-correct έχουν διεκδικήσει ένα μέρος του χώρου που τους αναλογεί και εν αναμονή της -υποτίθεται- σκληρής βιογραφίας της Μέριλιν Μονρόε στο «Blonde» του Netflix, ας ευχηθούμε πως ο κόσμος που συνεχίζει να πηγαίνει κινηματογράφο, θα αγαπάει τα αστέρια τους για τη λάμψη τους, θα καταλαβαίνει το σκοτάδι τους και θα παλεύει με κριτική σκέψη για να βρουν τον χώρο που τους αναλογεί στην ιστορία και την καρδιά τους.
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος