Ευτυχώς μόλις 4 ταινίες κάνουν πρεμιέρα αυτή την εβδομάδα. Η σαρωτική πορεία του Top Gun: Maverick και η ικανοποιητική συνέχεια του Jurassic World, έδωσαν χώρο σε ελάχιστες επανεκδόσεις να επιπλεύσουν. Κάθε άλλη πρεμιέρα, σχεδόν καταποντίστηκε.
Αυτήν την εβδομάδα, συνδαιτημόνες στο κινηματογραφικό τραπέζι θα είναι ο Βασιλιάς του Ροκ Εντ Ρολ, ένα Ελληνικό Γουέστερν, μια μαύρη τηλεφωνική συσκευή και το απύθμενο «βαρύ» ποτήρι του Νίκολας Κέιτζ. Θα τσουγκρίσουν μεταξύ τους και θα πουν «στην υγειά του κοινού».
Αγέλη Προβάτων
Ο Θανάσης διάγει κρυφό βίο. Το χρέος του σε σύγχρονο μαυραγορίτη και η άσκηση σωματικής βίας σε βάρος του από τα τσιράκια του, τον έχουν κάνει να χάσει τον ύπνο του. Επιπροσθέτως, η «γνωστή άγνωστη» σε όλους, παράλληλη σεξουαλική σχέση με συγχωριανή του έρχεται να προσθέσει μια δόση κοινωνικής ομερτά στο μυστήριό του. Όταν θα ενημερωθεί τυχαία πως παραπλήσια με τα δικά του προβλήματα βιώνουν και άλλοι συγχωριανοί του, θα προσπαθήσει με κολεκτιβικούς όρους να τους εντάξει σε μια ομάδα που μοναδικό στόχο έχει να εξασφαλίσει τη σωματική τους ακεραιότητα μέχρι την αποπληρωμή των χρεών τους. Οι πρώτες αποχωρήσεις όμως -αλλά και ένα επιβεβλημένο ατύχημα στα «καλόπαιδα» που τους απειλούν-, θα αλλάξει την επαρχιακή τους ηρεμία.
Με τον Δημήτρη Λάλο να ενστερνίζεται με απλότητα την εξαπάτηση, την κατάφωρη αδικία και την μεταστροφή του ήρωα του σε τιμωρό, το μεταγουεστερνικό σύμπαν της «Αγέλης Προβάτων» είναι ένα καλό δείγμα γραφής στο ντεμπούτο του Δημήτρη Κανελλόπουλου. Όμορφη κινηματογράφηση τοπίων και αναπόσπαστη σύνδεση των γεωγραφικών τόπων με την ψυχοσύνθεση των χαρακτήρων, αποχή μελοδραματικών κρεσέντο, προδίδει μελέτη και όραμα. Η κορύφωση της πρώτης πράξης και η επιτάχυνση των δραματικών γεγονότων στο τέλος της τρίτης πράξης, δημιουργεί ένα χάσμα ρυθμού και αφήγησης σε καταστάσεις και συρραφή των πλάνων. Σε αυτή τη βόλτα στον υπόκοσμο της αγροτικής επαρχίας, μια εκτεταμένη μη αποκαταστημένη σεναριακή «λακούβα» διάρκειας αρκετών λεπτών, εξασθενεί την απόλαυση της οδήγησης στα μονοπάτια της από-αστικοποιημένης περιοχής· σε μια απέλπιδα προσπάθεια τήρησης των κανόνων δικαιοσύνης, το δε δράμα των ηρώων καταλήγει (δυστυχώς).
Η «Αγέλη Προβάτων» μπορεί να κατευθύνθηκε εν αγνοία της προς σφαγή, όμως το ηρωϊκό κοπάδι δεν μάσησε κουτόχορτο καθώς αρκετά σημεία ταινίας, «προβάτων» και περιρρέουσας ατμόσφαιρας διασώζονται κατά τη μεταφορά τους… Όσα και ό,τι κατέληξαν, διασώζουν μερίδες που τεμαχίζονται σε στιγμές, πάντα παρόντος του πελάτη.
Αφήνοντας το Λας Βέγκας
Μπρα ντε φερ μοναξιάς με εξάρτηση. Υπάρχει νικητής; Ίσως μόνο το Las Vegas, ο χώρος όπου -καλή ώρα- χάλασε τα δημιουργικά χρόνια της καριέρας του ο Έλβις, έφτασε στην καλλιτεχνική απομόνωση η -ασθενής πλέον- Σελίν Ντιόν, χάθηκαν περιουσίες, φούσκωσαν μπουφέδες με υπερβολικές δόσεις θαλασσινών και η μοναξιά βυθίστηκε στα ποτήρια με ένα παγάκι σημαδούρα, μπας και κανένας καλοπροαίρετος συνδαιτημόνας έρθει και ακούσει όσα πνίγει η ψυχή μας στο αλκοόλ. Ο Μάικ Φίγκις σκηνοθετεί όχι την καλύτερη ταινία του (το Miss Julie όπως και το Timecode σε ειδικές συνθήκες προβολής, είναι κλάσεις ανώτερα), αλλά σίγουρα την πιο εμπορική του, χαρίζοντας στον Νίκολας Κέιτζ μια οσκαρική ερμηνεία και στην Ελίζαμπεθ Σου μερικές από τις πιο εσωτερικές ερμηνείες της καριέρας της.
Ένας αλκοολικός σεναριογράφος πάει να παίξει τη ζωή, την καριέρα και την αξιοπρέπεια του στο Las Vegas. Εκεί γνωρίζει μια πόρνη που αντισυμβατικά θα του ανοίξει ένα άλλο παράθυρο στη ζωή του, εκεί που οι μαύρες μέρες δεν κρίνονται για το χρώμα και τη διάθεσή τους. Μόνο από μνήμης -και λίγες στιγμές προτού την ξαναδώ στη μεγάλη οθόνη-, το «Αφήνοντας το Λας Βέγκας» είναι σαν το ποτό που θα μετουσιώσει την ευθυμία σε λήθη, τον πόνο σε καταγεγραμμένη ανάμνηση και την αυτοκαταστροφή σε αγάπη.
Elvis
Μην παρεξηγηθώ με όσα θα ακολουθήσουν. Η ταινία «Elvis» βλέπεται ευχάριστα όπως και όλες οι ταινίες του Μπαζ Λούρμαν (εκτός της «Αυστραλίας») χωρίς να γίνεται το μπρέικ θρου.
Όσο δεν υπάρχει νόμος που να απαγορεύει στους εν ζωή συγγενείς να παρεμβαίνουν στις κινηματογραφικές βιογραφίες αστέρων, δυστυχώς θα βλέπουμε στην καλύτερη των περιπτώσεων όμορφες και κενές νοημάτων -ή αλήθειας- ταινίες. Αν και περιμέναμε ο Έλβις (δια οπτικής Μπαζ Λούρμαν) να σώσει τον θρόνο του, δυστυχώς ο βασιλιάς του Ροκ Εντ Ρολ ήταν γυμνός μέσα από τα στρας, ροζ κουστούμια ή το ελαφρύ μακιγιάζ του. Με πιο απλά λόγια, έχουμε στην μεγάλη οθόνη μια λαμπερή, χάρτινη, συκοφαντική σχεδόν ως προς τα γεγονότα, μικροιστορία. Έχοντας στο προσκήνιο την ιστορία του μάνατζερ, του γνωστού ως συνταγματάρχη Τομ Παρκερ (Τομ Χανκς) και την έκρυθμη σχέση με τον καλλιτέχνη του Έλβις, παρακολουθούμε ένα μύθευμα που φλερτάρει με την Αγιογραφία. Ο Μπαζ Λούρμαν δεν καταφέρνει να μαγέψει όπως έκανε ο ροκ σταρ το κοινό, ενώ ο Όστιν Μπάτλερ αποσπασματικά θυμίζοντας τις κορυφώσεις του Έλβις, μπορεί να μην γίνεται καρικατούρα, αλλα σίγουρα δεν υπερβαίνει με μαγεία τον ίδιο τον θρύλο.
Διαβάστε περισσότερα στην αναλυτική κριτική μας για την ταινία εδώ
Νεκρό Τηλέφωνο
Εμπνευσμένο από ένα διήγημα και με υποβλητικά σκηνοθετημένη πρώτη πράξη (πριν την απαγωγή του κεντρικού ήρωα), το αμάλγαμα φανταστικού και scare jumps experience product, ικανοποιεί ισάξια το κοινό που αναζητά εμπειρίες έντασης στον χώρο του μεταφυσικού και ψυχολογικού τρόμου. Με κεντρικό χαρακτήρα ένα δολοφόνο παιδιών που φοράει μάσκα εμπνευσμένη από το εφιαλτικά αξεπέραστο «Οnibaba» του Κανέτο Σίντο, επιρροές από τις πρόσφατες επιτυχίες του Netflix «Black Mirror» και τη ρετρό λαγνεία του «Stranger Things», το Black Phone έρχεται με διάθεση να αντισταθεί στα covid thrillers (ξέρετε αυτά με τους λίγους χαρακτήρες που γυρίστηκαν την περίοδο του εγκλεισμού και «εκμεταλλεύτηκαν» τα μειονεκτήματα υπέρ τους).
Σε ένα απροσδιοριστο κινηματοφραφικα χθες κάπου στις απολήξεις του ’70, οι μαντικές ικανότητες της μικρής Γκουέν (Madeleine McGraw) [που στην τρυφερή ηλικία των 13 ετών έχει περισσότερες συμμετοχές από τον μέσο σαραντάρη Έλληνα ηθοποιό], είναι ευχή και κατάρα. Η γραφική (νεκρή) μητέρα της που είχε το ίδιο ακριβώς ταλέντο, αφήνει να εννοηθεί ότι δεν κατάφερε να αποτοξινώσει τον σύζυγό της από τις εξαρτήσεις και αυτός πλέον μεγαλώνει με πολύ βία και τα δύο παιδιά τους. Όμως τα οράματα της που την επισκέπτονται στον βαθύ REM, περιλαμβάνουν κωδικοποιημένα στοιχεία για την εξαφάνιση ήδη 5 παιδιών της περιοχής. Ο πολλάκις εκφοβισμένος από τους συμμαθητές του αδελφός της, ο Φίνευ (Mason Thames) θα απαχθεί και εγκλεισθεί σε ένα υπόγειο από τον «αρπαχτή» που με καταπιεσμένα παιδικά ένστικτα στήνει ένα παιχνίδι εξουσίας στα θύματα του. Χαμένο είναι πάντα το «άτακτο» παιδί, δηλαδή αυτός που θα παλέψει για τη ζωή του. Στο υπόγειο με την αυτοσχέδια sound proof καταπακτή, μια απενεργοποιημένη συσκευή μαύρου τηλεφώνου συνδέει νεκρούς και ζωντανούς. Οι πρώτοι θέλουν να μοιράσουν μέρος της γνώσης -και αποτυχίας τους- στο να επιβιώσουν· οι ζωντανοί προσπαθούν να διαχειριστούν εξυπνότερα το γνωστικό υλικό που τους προσφέρεται με σκοπό όχι απλά να επιβιώσουν αλλά να αποδώσουν την ύβρη όπου της αναλογεί.
Διαβάστε περισσότερα στην αναλυτική κριτική μας για την ταινία εδώ
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος