Γράφει η Όλγα Βερικάκη, Κοινωνική λειτουργός, Msc Συμβουλευτικής, Αντιπρόεδρος Β’ Συνδέσμου Κοινωνικών Λειτουργών Ελλάδος
Η ανάπτυξη των επιστημών υγείας και (βιο)τεχνολογίας τις τελευταίες δεκαετίες έχει επιφέρει αλλαγές σε αυτό που εννοούμε αγαθό της Υγείας. Στις σύγχρονες κοινωνίες της ταχύτητας, της καταναλωτικής ανάγκης, της ικανοποίησης, των μεγάλων προσδοκιών, της έμφασης στη λογική της ατομικής ευθύνης, η Υγεία μετεξελίσσεται σε ένα πολυπαραγοντικό αγαθό όπου ο καθένας καλείται να την προασπίσει και να την διαφυλάξει ατομικά.
Η εγκυμοσύνη και η περιγεννητική φροντίδα αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διάστασης. Παρά το γεγονός ότι αναφερόμαστε στην ανατροφή και φροντίδα ενός παιδιού και τον κύκλο της ζωής του μέσα στο οικογενειακό σχήμα, στη χώρα μας -παρά τις προσπάθειες καταγραφής των αναγκών, μελετών σε εθνικό και διεθνές επίπεδο καθώς και τεκμηρίωσης/ κατάθεσης προτάσεων για την ορθή ανάπτυξη ενός δημόσιου συστήματος προγεννητικής και περιγεννητικής φροντίδας στον κοινοτικό τομέα πρωτοβάθμιας υγείας-, εντούτοις είτε δεν αναπτύχθηκε ποτέ, είτε υπονομεύεται από το κυρίαρχο βιοιατρικό μοντέλο υγείας.
Χαρακτηριστικά, ενώ νομοθετικά (NOMOΣ ΥΠ’ ΑΡΙΘ. 4316, ΦΕΚ Α 270/24-12-2014, άρθρο 2) θεσπίστηκαν διατάξεις που αφορούν στη βελτίωση της περιγεννητικής φροντίδας με την ίδρυση Περιγεννητικών Κέντρων σε Δημόσια και Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία, σε νοσηλευτικά ιδρύματα που λειτουργούν με τη μορφή Ν.Π.Ι.Δ. και σε ιδιωτικές κλινικές, δεν προκύπτει να υπάρχει καθολική πρόσβαση στο σύστημα.
Έτσι λοιπόν, ενώ δίδεται περισσότερη έμφαση στη δευτεροβάθμια πρόληψη δια του εντοπισμού και της ανάπτυξης θεραπευτικών παρεμβάσεων σε «ομάδες που βρίσκονται σε κίνδυνο», παραμένει ακόμα ζητούμενο η έγκαιρη ανίχνευση τυχόν παθολογικών καταστάσεων ή και αξιολόγηση των κοινωνικο-οικονομικών ανισοτήτων -μέσα στο πλαίσιο ενός ενιαίου πρωτοκόλλου ενεργειών στο δημόσιο σύστημα υγείας- κατά την προγεννητική και περιγεννητική περίοδο. Στόχος: η προφύλαξη της ψυχικής υγείας του βρέφους από πρώιμο τραύμα και τη διατήρηση της συνεκτικότητας του οικογενειακού σχήματος που ανατρέφεται.
Η χώρα μας παρουσιάζει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά υπογεννητικότητας στην Ευρώπη (δείκτης αναπαραγωγικότητας 1,28 το 2005, ενώ ο απαραίτητος συντελεστής για την ανανέωση του πληθυσμού είναι τουλάχιστον 2,1). Και εδώ εμφανίζεται το εξής παράδοξο: Ενώ έχουν μελετηθεί κατά καιρούς Σχέδια Δράσης
- για παροχή κινήτρων στα νέα ζευγάρια για την απόκτηση παιδιών
- για τη δυνατότητα τεκνοποίησης μέσω υποβοηθούμενης αναπαραγωγής μέσω του Ε.Σ.Υ.
- για τον σχεδιασμό ενός αυστηρού πλαισίου προδιαγραφών και συνθηκών για την τέλεση των αμβλώσεων
Δεν έχει συνδεθεί η υπογεννητικότητα με την έλλειψη προγεννητικής ή περιγεννητικής φροντίδας των οικογενειών.
Η σπουδαιότητα του οικογενειακού περιβάλλοντος μέσα στο οποίο μεγαλώνει και αναπτύσσεται ένα παιδί αλλά και οι επιπτώσεις αυτών των συνθηκών στις επιλογές των ατόμων κατά την ενηλικίωση έχουν απασχολήσει πολλές μελέτες.
Σχεδόν το σύνολο των ερευνών δείχνουν ότι οι αρνητικές εμπειρίες ζωής, που δημιουργούνται και ενδεχομένως συσσωρεύονται κατά την παιδική ηλικία συσχετίζονται με διάφορα δυσάρεστα κατά την ενηλικίωση όπως:
- νοσήματα ψυχικά (κατάθλιψη, αλκοολισμός, κ.α),
- σωματικά (δυσανεξία),
- νευρολογικά,
- κοινωνικο-οικονομικά (ανικανότητα για εργασία ή χαμηλή απόδοση),
- κοινωνική δυσλειτουργία
και εν τέλει διαγενεακά μετάδοση αυτών των τραυματικών εμπειριών που εγγράφονται και δύσκολα σταματά η επαναληπτικότητα τους χωρίς τις απαιτούμενες ψυχικές θεραπευτικές διεργασίες.
Πέραν της μελέτης της εμβρυικής ζωής, το στάδιο της γέννησης θέτει επίσης θεμέλια για το πως δημιουργείται η σχέση του ατόμου με το περιβάλλον του, η έννοια του κόσμου μέσα του, η αναγκαία αίσθηση της ατομικής ασφάλειας.
Η αντίληψη του «ατόμου στο περιβάλλον του» αποτελεί και το σήμα κατατεθέν του επαγγέλματος της κοινωνικής εργασίας, και τις προσπάθειες μας ως κοινωνικοί λειτουργοί να συνδέσουμε τη σημασία της οικογένειας στην ανθρώπινη ζωή αλλά και στην κατανόηση των χαρακτηριστικών που επηρεάζουν το κοινωνικό περιβάλλον, όπως οι κοινωνικές σχέσεις, η κουλτούρα, η καταπίεση.
Η οικογένεια δεν μπορεί να είναι πάντα το «ιερό προπύργιο» που «θεραπεύει» τα μέλη της επειδή τα γεννά. Κυρίαρχα ασκεί μεγάλη πίεση στα μέλη της, σε ότι αφορά στη συμπεριφορά, στις πεποιθήσεις, στις μορφές επικοινωνίας -λεκτικά και εξωλεκτικά-, στην πολιτισμική μετάδοση, στις κοινωνικές δεξιότητες και στις προσπάθειες κάλυψης των βασικών ανθρώπινων αναγκών.
Οι συναισθηματικοί δεσμοί που αναπτύσσονται είναι έντονοι, είτε αρνητικοί είτε θετικοί. Αυτή η οικογενειακή «ομάδα» που είναι η πρώτη ομάδα που συναντά ένα παιδί, αν έγκαιρα λάβει υποστήριξη ώστε να διαχειριστεί τις ψυχικές, οργανικές, κοινωνικές ή άλλες δυσκολίες της και ταυτόχρονα ενισχυθεί στα θετικά/ δυνατά της σημεία, τότε έχουμε περισσότερες πιθανότητες το παιδί αυτής της οικογένειας να συνδεθεί με τον εαυτό και με τον κόσμο, με τρόπο ουσιαστικό για την εξέλιξη της ζωής του.
Το κοινωνικό περιβάλλον με όλες τις αντιξοότητες του γίνεται περισσότερο κατανοητό και λιγότερο απειλητικό όταν είναι διαθέσιμη η ψυχοκοινωνική υποστήριξη για τους ανθρώπους.
Η ανάγκη για κοινωνική ή ψυχολογική υποστήριξη έχει λανθασμένα ταυτοποιηθεί ως μια πηγή εξάρτησης. Αντίθετα, η απουσία ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων αντανακλά ευαλωτότητα και απομόνωση. Συνηθέστερα βέβαια αυτοί που χρειάζονται περισσότερο υποστήριξη είναι και αυτοί που δεν προσεγγίζουν αυτοβούλως υπηρεσίες ή προγράμματα πρόληψης.
Το δίχτυ ασφαλείας της οικογένειας και η διαφύλαξη της συνεκτικότητάς της καθώς
και της υγείας των μελών της εξαρτάται σε ένα μεγάλο βαθμό και από τη λειτουργία
ενός ενιαίου συστήματος κοινωνικής προστασίας και δημόσιας υγείας, με ορθή και
διεπιστημονική στελέχωση υπηρεσιών, με θεσμοθετημένα ενιαία πρωτόκολλα
ενεργειών και εποπτεία των ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων.
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος