Γιατί οι Βρετανοί σκέφτονται διαφορετικά την Ευρώπη;

Toυ Πολυδεύκη Παπαδόπουλου

Στις 23 Ιουνίου οι Βρετανοί καλούνται στις κάλπες για να απαντήσουν στο ερώτημα: «Πρέπει το Ηνωμένο Βασίλειο να παραμείνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης ή να αποχωρήσει από την Ευρωπαϊκή Ένωση;» Από την απάντηση που θα δώσουν θα εξαρτηθεί κατά πολύ το μέλλον, αφενός της ίδιας της Βρετανίας, αφετέρου συνολικά της Ε.Ε. Κι αυτό γιατί σχεδόν όλες οι αναλύσεις καταλήγουν πως τυχόν επιλογή του Brexit θα πυροδοτήσει αλυσιδωτές αντιδράσεις  σε μια ΕΕ που ακόμη προσπαθεί να διαχειριστεί τις αλλεπάλληλες κρίσεις που την πλήττουν από τις αρχές της δεκαετίας. Από την άλλη, στην ίδια τη Βρετανία η κοινωνία είναι βαθειά διχασμένη γύρω από τη σχέση της χώρας με την Ευρώπη με βάση όλες οι δημοσκοπήσεις που διεξάγονται έως τώρα, αλλά και όπως έχει διαμορφωθεί η πολιτική ιστορία της χώρας, ιδίως μετά τον β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Γιατί, αν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες τα αισθήματα των πολιτών και η στρατηγική των πολιτικών δυνάμεων έχει παρουσιάσει διακυμάνσεις για το σχέδιο ευρωπαϊκής ενοποίησης από τις αρχές του ’50 που αυτό είναι σε εξέλιξη, οι σχετικές μεταβολές στη βρετανική περίπτωση, συνήθως προς την πλευρά του ευρωσκεπτικισμού, είναι οι εντονότερες.

Έτσι, ελάχιστες μέρες πριν τις κάλπες για το βρετανικό δημοψήφισμα, ένα βαρύ πολιτικά κλίμα διχάζει την βρετανική κοινωνία, τους πολιτικούς αλλά κυρίως το Συντηρητικό Κόμμα. Από την άλλη το «στρατόπεδο» του Brexit εμφανίζει προβάδισμα σε ολοένα και περισσότερες δημοσκοπήσεις, προκαλώντας νευρικότητα στην Ευρώπη, τις διεθνείς αγορές και βέβαια τον ίδιο τον Ντέιβιτ  Κάμερον, που περίπου πριν δύο χρόνια υποσχέθηκε τη διενέργεια δημοψηφίσματος.

Τότε ο βρετανός πρωθυπουργός το έκανε για να ανακόψει την άνοδο του Κόμματος της Ανεξαρτησίας  του Νάιτζελ Φάρατζ, (είχε έρθει πρώτος στις ευρωεκλογές του 2014 με 26,77%), για να ελέγξει την αντιευρωπαϊκή πτέρυγα και του δικού του κόμματος, αλλά και για να επαναδιαπραγματευθεί ορισμένους όρους με την ΕΕ. Επίσης, ο Κάμερον έχει «πουλήσει» επικοινωνιακά στους Βρετανούς ότι αν επανεκλεγεί το 2015, θα επαναδιαπραγματευθεί τη σχέση Βρετανίας – ΕΕ και το αποτέλεσμα που θα προκύψει θα το θέσει σε δημοψήφισμα ως το 2017, γεγονός που τον βοήθησε να πετύχει τη  νίκη στις τελευταίες εκλογές Σε όλα αυτά, όμως,  δεν υπολόγισε καλά τη σοβαρή πιθανότητα ενός αποτελέσματος που τελικά μπορεί να αφήσει τη Βρετανία εκτός ΕΕ.

Η «ευρωπαϊκή πολιτική» των βρετανικών κομμάτων

Η σχέση της Βρετανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση υπήρξε μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο από τα πιο διχαστικά ζητήματα στη χώρα. Επιπλέον, στην πολιτική ιστορία της Βρετανίας των τελευταίων δεκαετιών δεν υφίσταται κάποιο κόμμα σταθερά υπέρ ή κατά της συμμετοχής της στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ενοποίησης, καθώς ευρωπαϊσμός και ευρωσκεπτικισμός εναλλάσσονται στην πορεία τόσο των Συντηρητικών όσο και των Εργατικών.

Τα τελευταία χρόνια τον ρόλο των ευρωσκεπτικιστών παίζουν κυρίως οι Συντηρητικοί και των ευρωπαϊστών οι Εργατικοί. Κανένα, όμως, από τα μεγάλα κόμματα  της Βρετανίας δεν ασπάζεται τις ομοσπονδιακές απόψεις για την ΕΕ, μηδενός εξαιρουμένων και των Φιλελεύθερων Δημοκρατών, που παραδοσιακά θεωρούνται  ως ο πλέον φιλοευρωπαϊκός πολιτικός χώρος. Έτσι,  ακόμη και οι ευρωπαϊστές της Γηραιάς Αλβιόνας, όταν δηλώνουν ότι επιθυμούν να αλλάξουν την ΕΕ, εννοούν να τη φέρουν στα μέτρα της Βρετανίας.

Να υπενθυμιστεί, πάντως, πως ήταν ένας Συντηρητικός πρωθυπουργός, ο Εντουαρντ Χιθ, που είχε βάλει τη Βρετανία στην ΕΕ το 1973. Μερικά χρόνια νωρίτερα, το 1957 η Γηραιά Αλβιόνα είχε αρνηθεί την πρόσκληση να συμμετάσχει στην ΕΟΚ, όταν αυτή ιδρυόταν, και είχε προτιμήσει  να δημιουργήσει το 1960 με άλλες έξη χώρες (Αυστρία, Δανία, Ελβετία, Νορβηγία, Πορτογαλία, Σουηδία) την Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ).  Ωστόσο, στη συνέχεια,  το Λονδίνο μετέβαλε τη στρατηγική του για οικονομικούς λόγους και υπέβαλε αίτηση για να ενταχθεί το 1961 και το 1967 στην ΕΟΚ. Όμως και τις δύο φορές  προσέκρουσε στο βέτο του γάλλου προέδρου Σαρλ ντε Γκολ, ο οποίος θεωρούσε ότι Βρετανία αντιμετωπίζει το ευρωπαϊκό ενοποιητικό εγχείρημα με αδιαφορία έως και εχθρότητα και πως ενδιαφέρεται περισσότερο για τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ. Τελικά, η ένταξη της έγινε αποδεκτή μόνον μετά το θάνατο του Ντε Γκολ και η Βρετανία κλίθηκε από τους τότε 6 εταίρους της ΕΟΚ να γίνει μέλος από την 1/1/1973, μαζί με την προσχώρηση της Ιρλανδίας και της Δανίας, στην 1η διεύρυνση της Κοινότητας.

Όμως, μόλις δυόμιση χρόνια μετά,  ο Εργατικός πρωθυπουργός Χάροντλ Ουίλσον, που στο μεταξύ είχε διαδεχθεί τον Χηθ, ήταν εκείνος που οργάνωσε δημοψήφισμα  για την παραμονή ή όχι της Βρετανίας στην ΕΟΚ. Ο λόγος ήταν πως αντιμετώπιζε μια σκληρή εσωκομματική αντιπολίτευση από την αριστερή πτέρυγα του κόμματός του, η οποία πίεζε για έξοδο.  Το δημοψήφισμα οργανώθηκε στις 5 Ιουνίου το 1975 και τότε το ΝΑΙ επικράτησε κατά κράτος έναντι του ΟΧΙ  ( 67% με 33%).  Η μεγάλη διαφορά που σημειώθηκε στα ποσοστά είχε να κάνει με το ότι την παραμονή στην Κοινότητα υποστήριζαν στα μέσα του ’70 τα περισσότερα στελέχη των Εργατικών, πλην των «αριστερών»,  σχεδόν όλα τα προβεβλημένα στελέχη των Συντηρητικών, το μεγαλύτερο μέρος του επιχειρηματικού κόσμου και όλα τα σημαντικά ΜΜΕ της Βρετανίας.

Πάντως, η συμμετοχή της Βρετανίας στην ΕΕ δεν προκαλούσε μόνον αντιπαραθέσεις μεταξύ των διαφορετικών πολιτικών δυνάμεων, αλλά ακόμη και στο εσωτερικό τους.

Οι Τόρις, το σημερινό κυβερνητικό κόμμα, ήταν αυτό το οποίο, όπως προαναφέρεται, έβαλε τη χώρα στην ΕΟΚ το 1972 με τον Εντουαρντ Χηθ. Στη συνέχεια, όμως, στα χρόνια  της Μάργκαρετ Θάτσερ, η πλειοψηφία του μετακινήθηκε σε έναν έντονο αντιευρωπαϊσμό. Τελικά, όμως, ο υπερβάλλων ζήλος της Θάτσερ να ζητά βρετανικές εξαιρέσεις στις περισσότερες κοινές ευρωπαϊκές πολιτικές –με κυριότερη την εξαίρεσή της από το ευρώ- ήταν ένας από τους λόγους για την αποκαθήλωσή της από την ηγεσία των Συντηρητικών το 1991. Ωστόσο και μετά από αυτήν, από τον Τζον Μέιτζορ έως σήμερα, η φιλοευρωπαϊκή πτέρυγα του κόμματος δεν κατόρθωσε ποτέ να πάρει το επάνω χέρι.

Όμως και η στάση των Εργατικών απέναντι στην Ευρώπη υπήρξε διαχρονικά επαμφοτερίζουσα. Όπως, σημειώνεται, επίσης παραπάνω, είναι ο Εργατικός πρωθυπουργός Χάρολντ Ουίλσον που οδηγεί τη Βρετανία στο πρώτο δημοψήφισμα για τη συμμετοχή της στην Κοινότητα, το 1975. Ο δε μεθεπόμενος αρχηγός των Εργατικών Μάικλ Φουτ τοποθετείται στις αρχές του ’80 υπέρ της αποχώρησης, προκαλώντας διάσπαση του κόμματος και αποχώρηση επιφανών στελεχών του, που δημιουργούν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Το κόμμα αυτό στη συνέχεια θα συνεργαστεί με το Φιλελεύθερο, δημιουργώντας τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες. Πριν, όμως, τα δύο κόμματα συγχωνευτούν, με περιορισμένα αποτελέσματα, η πετυχημένη συμμετοχή  των φιλοευρωπαίων Σοσιαλδημοκρατών στις εκλογές του 1983 διευκόλυνε την 2η εκλογική νίκη της Θάτσερ και οδήγησε στη μεγαλύτερη καταβαράθρωση των Εργατικώνα από την ίδρυσή τους στις αρχές του 20ου αιώνα.  Για να μιλήσουμε, όμως, και για τα σύγχρονα, ο σημερινός ηγέτης των Εργατικών Τζέρεμι Κόρμπιν –ο οποίος στο δημοψήφισμα του 1975 αγωνιζόταν υπέρ της αποχώρησης- επικρίθηκε αρκετές φορές τους προηγούμενους μήνες πως δεν υποστηρίζει ένθερμα την εκστρατεία για την παραμονή της Βρετανίας στην ΕΕ. Τελικά ο Κόρμπιν, πιεζόμενος, ξεκαθάρισε πως και ο ίδιος και το κόμμα του είναι υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην ΕΕ, προκειμένου, βέβαια,  να την «αλλάξουν»…

Η ψυχολογία απέναντι στην Ευρώπη και ο ρόλος του Β’Παγκοσμίου Πολέμου, της Αυτοκρατορίας και της γεωγραφίας

Πέραν των μεταπτώσεων που δείχνουν τα κόμματα της Βρετανίας στην ευρωπαϊκή πολιτική τους, το ερώτημα είναι γιατί και ο μέσος πολίτης παραμένει αμφίθυμος προς την ΕΕ;

Ενδεχομένως την πιο περιεκτική -και συνάμα συνοπτική- απάντηση είχε δώσει μετά τον β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Γουίνστον Τσόρτσιλ, λέγοντας  «Είμαστε με την Ευρώπη αλλά όχι μέρος της. Είμαστε συνδεδεμένοι αλλά όχι δεσμευμένοι». Σε οποιαδήποτε περίπτωση, ο β’ Παγκόσμιος Πόλεμος φαίνεται ότι διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό τη σημερινή εικόνα των Βρετανών για τη χώρα τους και το τι μπορεί να κάνει η Ευρώπη γι αυτούς σε περίπτωση κρίσης. Κι αυτό σχετίζεται, σίγουρα, με το γεγονός πως όταν το σύνολο της ηπειρωτικής Ευρώπης έπεσε στα χέρια των ναζιστών, οι Βρετανοί αποσύρθηκαν στο νησί τους και από εκεί αντιστάθηκαν στον Χίτλερ. Τη μόνη ουσιαστική βοήθεια τους την παρείχαν, μετά τα πρώτα χρόνια, οι ΗΠΑ. Εν τέλει αυτή η εικόνα τροφοδοτεί ακόμη και σήμερα την άποψη των Βρετανών ότι είναι σχεδόν «ανάδελφοι» στην Ευρώπη και πως αν χρειαστούν βοήθεια θα τους την παρέχουν  οι Αμερικανοί.

Επίσης, η Βρετανική Αυτοκρατορία –αν και οικονομικά χρεοκοπημένη από το 1947 και κατόπιν ακρωτηριασμένη από τα περισσότερα εδάφη της- υπήρξε σημαντική για τη διαμόρφωση της σημερινής εικόνας των Βρετανών για τον εαυτό τους. Είναι η αίσθηση μιας αυτοκρατορικής δύναμης –η οποία για κάποιες εποχές ήταν η μεγαλύτερη της ιστορίας, καλύπτοντας το 1/5 ολόκληρης της Γης – που πρόσφερε  ασφάλεια λόγω θάλασσας και ναυτικών δυνάμεων και αυτάρκεια μέσω μιας “υπέροχης απομόνωσης”, όπως την χαρακτήριζαν ορισμένοι ιστορικοί της.  Βέβαια, αυτοί οι περίοδοι αυτοκρατορικού μεγαλείου και ασφαλούς απομόνωσης έχουν παρέλθει προ πολλού, αλλά διατηρούν μέρος της επίδρασής τους στο κομμάτι εκείνο της βρετανικής κοινωνίας που δεν επιθυμεί στενούς δεσμούς με την ηπειρωτική Ευρώπη. Επιπλέον, η διατήρηση της Κοινοπολιτείας, με τους δεσμούς που παραμένουν μεταξύ 53 κρατών με έκταση περίπου 30 εκατ. τ.χλμ. και πληθυσμό 2,3 δις ανθρώπους, υπό την πρωτοκαθεδρία της Βρετανίας αποτελεί ένα υποκατάστατο της αυτοκρατορίας στη συνείδηση πολλών Βρετανών.

Όμως και η γεωγραφική σχέση της Βρετανίας με την Ηπειρωτική Ευρώπη είναι ένα θέμα που παράγει συγκεκριμένα αισθήματα και σχέσεις. Το ρόλο της  γεωγραφίας (όπως και του κλίματος), στη διαμόρφωση του χαρακτήρα και της πολιτικής συμπεριφοράς των κοινωνιών τον δίδαξε ο Αριστοτέλης, ήδη από τον 4ο αιώνα π.χ., στα «Πολιτικά» του. Στο γεω-οικονομικό επίπεδο θα πρέπει να θυμάται κανείς ότι η Βρετανία στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της ήταν μια ναυτική δύναμη που βασιζόταν στα φθηνά τρόφιμα από τις αποικίες και στο άνοιγμα του εμπορίου, αντίθετα προς τους υψηλούς δασμούς των «εφαπτόμενων» μεταξύ τους ευρωπαϊκών χωρών.

Στο γεωγραφικό/πολιτιστικό επίπεδο, πολλοί Βρετανοί, παλιότερα αλλά και τώρα, επισημαίνουν ότι η γλώσσα τους είναι η επίσημη των ΗΠΑ, της Αυστραλίας, του Καναδά, της Νέας Ζηλανδίας, της Νότιας Αφρικής, της Ινδίας και των περισσότερων  χωρών πρώην αποικιών τους, στην Αφρική. Αυτό από μόνο του δημιουργεί δεσμούς.  Στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες η αγγλική γλώσσα είναι μεν διαδεδομένη, αλλά όχι επίσημη.

Τέλος, να βγάλει κανείς τα συμπεράσματά του από έναν τρόπο μετάδοσης του μετεωρολογικού δελτίου, προ κάποιων ετών, από τη βρετανική τηλεόραση, που έχει αποκτήσει «ανεκδοτολογικό χαρακτήρα». Σε μια, λοιπόν, τέτοια εκφώνηση ο παρουσιαστής ακούγεται να λέει: «Κακοκαιρία και θαλασσοταραχή πάνω από τη Μάγχη, με αποτέλεσμα να αποκοπεί η Ήπειρος (δηλαδή η ηπειρωτική Ευρώπη) από τη Βρετανία…

 

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος