Με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας Respect που καταγράφει στιγμές της καριέρας της Αρίθα Φράνκλιν από τα πρώτα χρόνια μέχρι και την ηχογράφηση του άλμπουμ Amazing Grace, θα συγκρίνουμε την ταινία που βρίσκεται στις κινηματογραφικές αίθουσες με το άτυπο ντοκιμαντέρ για τη ζωή της που παρουσιάζεται και αυτό στην ίδια ταινία.
Η ταινία «Respect» δείχνει να αγνοεί την ουσία του Θρύλου της Αρίθα Φράνκλιν
Με 20 βραβεία Γκράμυ κατά τη wikipedia (18 με βάση την ταινία) και σχεδόν ισάριθμα Νο1 τραγούδια στα τσαρτς, η Αρίθα Φράνκλιν είναι μια πολυδιάστατη προσωπικότητα.
Η βιογραφική ταινία της Respect έχει μόνο το όνομα αλλά όχι τη χάρη (The Grace για να παίξουμε λίγο με τους τίτλους των ταινιών που θα αναφερθούν στο παρακάτω κείμενο). Είναι ένα φλύαρο, ξεχειλωμένο σε διάρκεια, γραμμικό αν όχι και απλοϊκό δημιούργημα που καταγράφει μικρά επεισόδια της ζωής της Αρίθα Φράνκλιν (Ρί όπως την αποκαλούν στην ταινία) ως κολλάζ της προσωπικότητας της. Η βραβευμένη με Όσκαρ Τζένιφερ Χάντσον έχει επωμισθεί να κουβαλήσει το βάρος μιας μουσικής προσωπικότητας που στην προ me too εποχή, έδωσε μαθήματα φεμινισμού, υπερασπίστηκε τις αξίες της Αφροαμερικανικής κοινότητας, ήρθε σε επαφή με το θείο μέσω της μουσικής και μεγάλωσε με αξιοπρέπεια.
Όλα τα ντισαβαντάζ της Χάντσον σε μια οποιαδήποτε άλλη ταινία, αποτελούν πλεονεκτήματα: Το ψύχραιμο -σχεδόν χωρίς αισθήματα- βλέμμα, η θεϊκή φωνή, η ικανότητα να αναπαράγει ηχοχρώματα που θυμίζουν τη σπουδαία Φράνκλιν. Αποκλειστικά και μόνο μέσω της δικής της παρουσίας, το πείραμα πετυχαίνει, ο θεατής όμως αισθάνεται ότι έρχεται αντιμέτωπος με μια ορθογραφημένη -σε αυτόματο διορθωτή- αφήγηση που απλά καλύπτει «το πριν και το τότε» μιας προσωπικότητας που απευθύνεται στο «μετά».
Στο «Respect», η εμπλοκή της με τα κοινά υπερτονίζεται, η πολιτική της σκέψη περιορίζεται σε δύο ανούσιες δραματουργικά σκηνές (η μια, αυτή της κηδείας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, η άλλη ο υποστηρικτικός λόγος για την Άντζελα Ντέιβις των Μαύρων Πανθήρων), ο αλκοολισμός πνίγεται στα παγάκια των κλισέ, η θρησκευτική μοναξιά συναρμονίζεται λανθασμένα δραματουργικά με την έκδηλη ερωτική επιθυμία που συνήθως συγκρουόταν αντιστιτικά με το πατρικό σύνδρομο. Κατά το σενάριο της ταινίας, όλα αυτά αποτέλεσαν το πλαίσιο που ανάγκαζε την Αρίθα ασταμάτητα να αναζητά εμπορικά την επόμενη επιτυχία, χωρίς να βρίσκει για μεγάλο διάστημα τη μουσική της ταυτότητα.
Το «Amazing Grace» σβήνει το «Respect»
Το «Respect» συναντά το «Amazing Grace» και γίνεται η αφορμή μας να μιλήσουμε για ένα ντοκιμαντέρ που δεν είναι ντοκιμαντέρ. Η πρέσβειρα της soul, του παντρέματος της gospel με τα blues and rhythm, η ερμηνεύτρια που ύμνησε τα gospel, με 9 δίσκους στο ενεργητικό της έψαχνε ακόμα τί ήθελε να κάνει με τη μουσική της. Η σταθερή της απάντηση ήταν «επιτυχίες». Η ερμηνεία αυτής της πτυχής παραμένει αφώτιστη σε όλη τη βιογραφία «Respect». (Όπως και η ουσιαστική κριτική στην οικογενειακή βία της ερμηνεύτριας, που οδήγησε χιλιάδες θαυμάστριες της να διεκδικήσουν σεβασμό).
Το τελευταίο κεφάλαιο της ταινίας «Respect» -ίσως και το πιο ενδιαφέρον- παρουσιάζει από θέση επανεκκίνησης την Αρίθα που αγαπήσαμε, όταν μετά από μια παρατεταμένη κρίση ταυτότητας μαζεύει τα κομμάτια της για να ξεκινήσει από την αρχή. Αυτό το σημείο ήταν η ηχογράφηση (και κινηματογράφηση) του άλμπουμ Amazing Grace, μια στροφή στα gospel τραγούδια που έπλασαν τη φωνή της (αλλά και τη σχέση της με τον πατέρα της).
Η τεράστια επιτυχία της κινηματογράφησης του Woodstock to 1971, κινητοποίησε για λίγα χρόνια τις δισκογραφικές που μαγνητοσκοπούσαν μουσικά γεγονότα καλλιτεχνών τους. Η στροφή της Αρίθα στα gospel έπρεπε να κινηματογραφηθεί για παραπάνω από τους προφανείς λόγους· το κοινό εκτός συνόρων αδυνατούσε να κατανοήσει τη συναισθηματική εμπλοκή ενός καλλιτέχνη με τα θρησκευτικά τραγούδια, ούτε να αποκωδικοποιήσει τη σημασία που είχαν για την ενότητα της αφροαμερικανικής κοινότητας. Έτσι, ο τότε άγνωστος Sydney Pollack, αργότερα σκηνοθέτης της «Τούτσι», της «Φίρμας», του «Πέρα από την Αφρική», έχοντας δώσει τότε στίγμα γραφής μόνο σε επεισόδια τηλεοπτικών σειρών, θα αναλάβει την κινηματογράφηση αυτού του γεγονότος. Η απειρία όμως του συνεργείου του θα καταδικάσει αυτό το υλικό στην αφάνεια, παραμένοντας για χρόνια στα κουτιά. Ο δίσκος από την άλλη (την παραγωγή του οποίου έκανε η Αρίθα) θα πουλήσει δύο εκατομμύρια αντίτυπα.
Ο Άλαν Έλιοτ, χρόνια αργότερα, θα ανακάλυπτε το πρωτότυπο αναξιοποίητο υλικό στις αποθήκες της Warner Music, θα υποθήκευε το σπίτι του για να το αγοράσει και θα περίμενε πολλά χρόνια ακόμα (καθώς και την ανάπτυξη της τεχνολογίας) για να το ψηφιοποιήσει και μοντάρει. Οι σκόπελοι όμως θα συνέχιζαν όσο η ακόμα εν ζωή και καρκινοπαθής Αρίθα, θα απαγόρευε τη διανομή και προβολή του.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 2018, ο Άλαν Έλιοτ στην ταινία του Amazing Grace καταφέρνει να προβάλλει για πρώτη φορά το υλικό του οποίου είχε συναρμολογήσει τα κομμάτια, παράγοντας ένα άτυπο ντοκιμαντέρ για την κουλτούρα του θρησκευτικού τραγουδιού. Έναν χρόνο μετά από τον θάνατό της Φράνκλιν (και 10 μετά από τον θάνατο του Πόλακ), κυκλοφορεί για πρώτη φορά το κινηματογραφημένο από τον Γενάρη του 1972 υλικό της συναυλίας της, κερδίζοντας παγκοσμίως το φεστιβαλικό κοινό.
Όπως μας είχε αποκαλύψει και ο Άλαν Έλιοτ στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν, το υλικό καταγράφηκε χωρίς τη χρήση κλακέτας, με αποτέλεσμα να μοιάζει αδύνατος ο συγχρονισμός εικόνας και ήχου.
Ακολουθεί βίντεο από τη συνέντευξη με τον Άλαν Έλιοτ που εξηγεί την εμπλοκή του με το υλικό και την Αρίθα που γνώρισε μέσα στα χαμένα και ακρωτηριασμένα καρέ των φιλμ.
Η μέχρι τον θάνατο άρνηση της Αρίθα να διανεμηθεί αυτό το ντοκιμαντέρ
Αυτό ήταν το σημείο καμπής της καριέρας της Αρίθα, το δικό της saving grace, όταν σε ηλικία 29 ετών θα προσπαθήσει να πατήσει εκ νέου στα πόδια της. Γιατί όμως η Αρίθα δεν ήθελε αυτό το ντοκιμαντέρ να δει το φως της δημοσιότητας; Η ίδια ποτέ δεν τοποθετήθηκε ανοιχτά. Μπορούμε εύκολα να ερμηνεύσουμε ότι αυτό το άλμπουμ στο οποίο βασίστηκε το υλικό, ήταν ένα προσωπικό της στοίχημα, από το οποίο η ίδια δεν θα είχε ουσιαστικό οικονομικό κέρδος, αφού τα πνευματικά δικαιώματα ανήκαν πλέον στον σκηνοθέτη.
Από την άλλη, σε προχωρημένη ηλικία, και με ελάχιστο προσδόκιμο ζωής, η εικόνα της νεαρής Αρίθα και των σχέσεων που είχε με τα πρόσωπα που καταγράφονται στο ντοκιμαντέρ, ήταν μια σκιά της ζωής της και μια ανάμνηση καριέρας. Αυτό το ντοκιμαντέρ της θύμιζε τα πρώτα χρόνια κακοποίησης, τις εντάσεις που είχε με τον κήρυκα πατέρα της, τον αλκοολισμό, τις λάθος επιλογές που την οδήγησαν σε restart.
(Η Αρίθα για αυτή την ηχογράφηση συνεργάστηκε με την φημισμένη χορωδία της New Bethel Baptist Church).
Την αποκαλούσαν Τζούντυ Γκάρλαντ των μαύρων
Η κινηματογραφική βιογραφία της Αρίθα Φράνκλιν έρχεται δύο χρόνια αργότερα από την βραβευμένη με Όσκαρ ταινία «Judy». Γιατί η δεύτερη ταινία κερδίζει την πρώτη;
Η βιογραφία της Γκάρλαντ βασίζεται σε ένα θεατρικό δοκιμασμένο σε κοινό και ανάλογα προσαρμοσμένο για τη μεγάλη οθόνη. Αντί να καταγράφει γραμμικά την άνοδο και την πτώση της μεγάλης σταρ, συμπυκνώνει τα γεγονότα στις τελευταίες μέρες της ζωής της. Χωρίς την ευκολία της αφήγησης περιστατικών, η ουσία των καταστάσεων υπονοείται, ή -ακόμα καλύτερα- συνυπάρχει με το «κουρέλι» της Γκάρλαντ. Τα δε τραγούδια, ραγισμένα σαν τη φωνή της Γκάρλαντ, λένε μια άλλη ιστορία από αυτή για την οποία παράχθηκαν. Και εκεί ο θεατής παραδίδεται στο άγγιγμα της Ρενέ Ζελβέγκερ, που με αξιοπρέπεια αποδέχεται τον πόνο και την κατάντια της, κάνοντας την χαμένη αθωότητα να αποσφραγίσει τα συρτάρια με τους προβληματισμούς, την αυτοκριτική και το αντίο.
Στη βιογραφία της Αρίθα Φράνκλιν από την άλλη έχουμε γραμμική αφήγηση των γεγονότων. Οι ήρωες αφηγούνται το παρελθόν, καθαγιάζουν τις καλές πράξεις με όμορφες λέξεις και καταδικάζουν τη βία, απλά αφήνοντας τη να εφαρμοσθεί. Κάθε πολιτική σκέψη, συνιστά και γεγονός που δεν αφήνει αποτύπωμα στις ακόλουθες πράξεις. Τα άριστα ερμηνευμένα τραγούδια θυμίζουν σικ βιντεοκλίπ του σήμερα και όχι καταγραφή εποχής. Στο τέλος, η ίδια η Αρίθα Φράνκλιν εμφανίζεται σε μια εμβληματική ερμηνεία της σε προχωρημένη ηλικία, κακομονταρισμένη από πλάνα αρχείου που άτεχνα ενθέθηκαν στο τελικό προϊόν σε μια έσχατη προσπάθεια συγκινησιακής φόρτισης. Δυστυχώς όμως, και αυτό το τέχνασμα αποτυγχάνει, αφού το αειθαλές χαμόγελο επιτυχίας της πραγματικής Αρίθα, άδικα, θα συγκριθεί με τη στιβαρή καθοδηγούμενη αμηχανία της Χάντσον, που μπορεί να λειτουργεί στην ταινία, είναι όμως «κόντρα ρόλος» για την πραγματική ηρωίδα.
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος