Του Πιέρρου Τζανετάκου
Από τις δεκάδες ευρωπαϊκές δημοκρατίες που ορθώθηκαν σταδιακά στα ερείπια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ούτε οι μισές δεν άντεξαν να ζήσουν περισσότερο από είκοσι χρόνια. Ενώ το 1920 μόλις 2 από τα 28 κράτη της νέας Ευρώπης διοικούνταν από μη δημοκρατικά καθεστώτα, το 1939- λίγο πριν την γερμανική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία- μόνο 10 από τις 27 ευρωπαϊκές κυβερνήσεις προέρχονταν από ελεύθερες εκλογές.
«Για πολλούς Ευρωπαίους οι ρίζες της μεταπολεμικής άνθησης της δικτατορίας βρίσκονταν στην κρίση της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης της εποχής», γράφει ο Μαρκ Μαζάουερ στην «Σκοτεινή Ήπειρο», που δεν είναι άλλη από την Ευρώπη. Πληθωρισμός, ανεργία, κομμουνιστικός κίνδυνος, οικονομική κρίση, εθνικά κράτη, ισχυρή παράδοση και σύμβολα, ολοκληρωτισμός. Αυτές είναι οι βασικές έννοιες που καθόρισαν την διαδρομή του Μεσοπόλεμου, που από ένα σημείο και μετά οδηγούσε μαθηματικά στον όλεθρο του δεύτερου μεγάλου πολέμου.
Τι συμβαίνει όμως σήμερα στην Ευρώπη και πολλοί μιλούν- παρότι πρόκειται για επιστημονική παραδοξότητα- για έναν νέο, σύγχρονο Μεσοπόλεμο; Πως φτάσαμε από το new deal, το κοινωνικό κράτος, την κοινή ευρωπαϊκή πολιτική, τα κινήματα, την οικολογία και τους τόσους άλλους πολιτικούς νεωτερισμούς να απειλούμαστε από την επανεμφάνιση των ακροδεξιών φαντασμάτων πάνω από την Γηραιά Ήπειρο;
Όπως τότε, έτσι και τώρα, οι πρώτοι που αμφισβητούνται είναι οι εκπρόσωποι των παραδοσιακών κομματικών σχηματισμών. Τόσο η φιλελεύθερη δεξιά, όσο και η σοσιαλδημοκρατία βρίσκονται εδώ και χρόνια στο στόχαστρο της κριτικής, καθώς αδυνατούν εν μέσω της οικονομικής κρίσης και της λιτότητας να προσφέρουν στις πλατιές μάζες των ψηφοφόρων τις θέσεις εργασίας και την οικονομική ασφάλεια που οι τελευταίοι αναζητούν.
Είναι, άλλωστε, αυτές οι δυνάμεις, που σύμφωνα με τους επικριτές τους, παρέδωσαν τα κλειδιά των αποφάσεων στην ελίτ και την γραφειοκρατία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για την οποία η εμπιστοσύνη των πολιτών βαίνει όλο και μειούμενη.
«Κάποιοι λίγοι, πίσω από κλειστές πόρτες, αποφασίζουν για εμάς τους πολλούς», είναι το μήνυμα που όλο και πιο ηχηρό φτάνει από κάθε άκρη της Ευρώπης στους διαδρόμους των Βρυξελλών. Αυτή η στενή ευρωπαϊκή κάστα εξουσίας κατηγορείται από την σύγχρονη Ακροδεξιά ως η εφαρμόζουσα την πολυπολιτισμική στρατηγική της Ένωσης, η οποία- βασισμένη στην πολιτική ορθότητα- στοχεύει στην αλλοίωση των εθνικών χαρακτηριστικών, τον εξισλαμισμό της Ευρώπης και την περαιτέρω κυριαρχία του νεοφιλελεύθερου παγκόσμιου κεφαλαίου.
Με βάση ένα αμάλγαμα από τα παραπάνω δεδομένα και επιχειρήματα η Ακροδεξιά κερδίζει τα τελευταία χρόνια όλο και μεγαλύτερο έδαφος επιρροής στην Ευρώπη. Στην Αυστρία συγκυβερνά, στην Ουγγαρία ο Όρμπαν υιοθετεί όλο και περισσότερο την ατζέντα του σχεδόν φασιστικού Jobbik, στην Ελβετία αγγίζει το 30%, σε Δανία, Φινλανδία, Σουηδία ξεπερνά το 10%, στην Γαλλία διεκδίκησε την προεδρία, στην Ολλανδία είναι η δεύτερη πολιτική δύναμη και βέβαια στην Ελλάδα ο εσμός των χρυσαυγιτών δολοφόνων ενδεχομένως να φλερτάρει και με διψήφιο εκλογικό ποσοστό.
Την ώρα που περισσότεροι από 120 εκατομμύρια Ευρωπαίοι (26%) ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας, η Ακροδεξιά μετακινήθηκε από το περιθώριο στο κέντρο της πολιτικής σκηνής. Το Προσφυγικό- Μεταναστευτικό Ζήτημα ήρθε ως επιστέγασμα της κρίσης, όχι μόνο ως αφορμή αναζωπύρωσης της αντι- μουσουλμανικής φωτιάς, αλλά και ως αιτία αποδυνάμωσης του ήδη καταρρέοντος κοινωνικού κράτους. «Δίνετε χρήματα για τους μετανάστες, αλλά αρνείστε να βοηθήσετε τους χιλιάδες Γάλλους αστέγους», ήταν μια από τις τελευταίες κορώνες της Μαρίν Λεπέν.
Αν η δυτική Ευρώπη απέτυχε να δημιουργήσει κοινωνίες ισότητας, να εντάξει ομαλά τους μετανάστες και ν’ αυξήσει το βιοτικό επίπεδο των πολιτών της, στην ανατολική πλευρά του χάρτη είναι φανερό ότι δεν έχει αναπτυχθεί επαρκώς αυτό που ονομάζεται «κοινωνία των πολιτών». Δεν υπάρχει συνείδηση της διαφορετικότητας και δεν γίνεται αποδεκτή η ανάγκη στήριξης των πιο αδύναμων.
Η μετάβαση από τον ολοκληρωτισμό στον σύγχρονο κόσμο είναι αργή, γεμάτη εμπόδια και ενδεχομένως να μην επιτευχθεί ποτέ. Η Πολωνία (μεγαλύτερη πρώην κομμουνιστική χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και η Ουγγαρία μας δίνουν τις εναργέστερες αποδείξεις για το μέγεθος της προβλήματος. Ο Όρμπαν έδειξε τις προθέσεις του σχεδόν από την αρχή της πρωθυπουργικής θητείας του.
Το 2012 προχώρησε στην αποκατάσταση του ναυάρχου Χόρτυ, συμμάχου του Μουσολίνι και του Χίτλερ, υπεύθυνου για την επιβολή της στυγνής μεσοπολεμικής δικτατορίας και υπαίτιου της εξόντωσης χιλιάδων Εβραίων και δημοκρατικών πολιτών. Ένα από τα συνθήματα του ουγγρικού κυβερνώντος κόμματος είναι η «επιστροφή στα περασμένα μεγαλεία», την οποία εμποδίζουν οι Βρυξέλλες με την πολιτική λιτότητας που επιβάλλουν στην- πάλαι ποτέ κέντρο της Ευρώπης- Βουδαπέστη. Πρόκειται για μια ξεκάθαρη προσπάθεια σύνδεσης της βιολογικής κοινότητας του αίματος, του εθνικού κράτους, με το ένδοξο παρελθόν.
Ο κλονισμός των βεβαιοτήτων από το σάρωμα της παγκοσμιοποίησης οδηγεί σε αναζήτηση νέων σταθερών, δημιουργώντας χώρο στους ακροδεξιούς για να κάνουν αυτό που τους αρέσει περισσότερο: Να δημιουργούν ξανά νέα (αλλά παλαιά) εθνικιστικά σύμβολα. Ο πολωνικός εθνικισμός, επίσης, κατ’ εξοχήν παράδειγμα εθνικού ρομαντισμού, χαρακτηρίζεται από μια μυθοποιημένη εκδοχή του παρελθόντος. «Θεός, τιμή, πατρίδα», «Ζήτω η Λευκή Ευρώπη των αδελφικών εθνών», «Καθαρή Πολωνία», «Να φύγουν οι Εβραίοι από την εξουσία», είναι κάποια από τα συνθήματα των Πολωνών ακροδεξιών, που δεν έχασαν την ευκαιρία να στηρίξουν τον Όρμπαν στην πρόσφατη διένεξή του με την Ε. Ε.
Κοινός παρονομαστής και στις δύο περιπτώσεις είναι αφενός η αναζήτηση μιας νέας εθνικής «καθαρής» ταυτότητας και ο επαναπροσδιορισμός της παράδοσης, αφετέρου η διάθεση για κοινή παρουσία στον επερχόμενο «πόλεμο» για την πολιτισμική και οικονομική επιβίωση. Η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο ανησυχητική αν κανείς εξετάσει την εξάπλωση του ακροδεξιού φαινομένου στην Σκανδιναβία, όπου η εκλογική άνοδος του ολοκληρωτισμού δεν οφείλεται στην πτώση του βιοτικού επιπέδου, αλλά στον φόβο αλλοίωσης του έθνους εξαιτίας της μετανάστευσης. Πρόκειται για τον «εξτρεμισμό της ευημερίας», όπως εύστοχα έχει χαρακτηριστεί σε ακαδημαϊκό επίπεδο.
Σε πολλές περιπτώσεις, τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα προκειμένου ν’ αναχαιτίσουν την επέλαση των ακροδεξιών σχηματισμών επέλεξαν να υιοθετήσουν μέρος της ατζέντας τους. «Η πολυπολιτισμικότητα απέτυχε», δήλωνε το 2012 η Άγγελα Μέρκελ, χωρίς να μπορεί να προβλέψει ούτε τις επιπτώσεις του Προσφυγικού στην εκλογική βάση της, ούτε τον αντίκτυπο των γεγονότων του Κέμνιτς στην επαναφορά των φασιστικών επιχειρημάτων στον δημόσιο διάλογο.
Ομοίως και ο νεαρός καγκελάριος της Αυστρίας, ο οποίος όσο περνά ο καιρός πλησιάζει όλο και εγγύτερα στις θέσεις του ακροδεξιού εταίρου τους. «Η ευυπόληπτη Δεξιά για να αποτρέψει τον ακροδεξιό εξτρεμισμό, δανείστηκε την γλώσσα και κάποιες από τις ισχυρές πολιτικές του», έγραφε πρόσφατα ο Τόνι Μπάρμπερ στους Financial Times. Τελικά το αποτέλεσμα της συμπερίληψης των επιχειρημάτων της Ακροδεξιάς στον κατεστημένο πολιτικό λόγο είναι το αντίθετο από το επιθυμητό: Αντί να μειώνει, διογκώνει την επιρροή της ατζέντας του ολοκληρωτισμού.
Βέβαιο είναι ότι και τα ΜΜΕ, σε συνδυασμό με την παραδοσιακή μικροπολιτική προσέγγιση κρίσιμων ζητημάτων, έπαιξαν καίριο ρόλο στην νομιμοποίηση της ακροδεξιάς ρητορικής. Γυρνώντας χρόνια πίσω, μπορούμε να δούμε πως ο Μιτεράν χρησιμοποίησε την δημόσια τηλεόραση της Γαλλίας για την προβολή του Λεπέν, με στόχο να πλήξει την γκωλική Δεξιά. Αντιστοίχως έπραξε το ΠΑΣΟΚ, προωθώντας στο μιντιακό σύστημα της εποχής των ταυτοτήτων την περίπτωση Καρατζαφέρη, προκειμένου ν’ αποδυναμώσει την κεντρώα στροφή της Νέας Δημοκρατίας. Ακόμα πιο πρόσφατες είναι οι εικόνες ξεπλύματος της Χρυσής Αυγής από ελληνικά μέσα ενημέρωσης μεγάλης εμβέλειας. Αν, όπως είπαμε προηγουμένως, οι εθνικιστές επιδιώκουν μετ’ επιτάσεως την δημιουργία των νέων συμβόλων, τα μίντια είναι αυτά που γεμάτα προθυμία τα κατασκευάζουν.
Είναι η επιστροφή στα εθνικά κράτη η λύση στο πρόβλημα; Προφανώς και δεν είναι. Εν μέσω του παγκόσμιου ανταγωνισμού με τους όρους των αγορών, πιθανή επιστροφή στον προστατευτισμό και την απομόνωση θα σημάνει- ειδικά για τους πιο αδύναμους- την πλήρη καταστροφή. Άλλωστε, η αποφυγή μιας νέας καταστροφής, αυτής που θα προέκυπτε από έναν τρίτο μεγάλο πόλεμο, ήταν η συγκολλητική ουσία για την ενοποίηση της Ευρώπης.
Δεν αρκεί όμως μόνον αυτό. Η φιλελεύθερη δημοκρατία οφείλει να δώσει απαντήσεις. Πρέπει να εντάξει ομαλότερα τους μετανάστες στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Να ρίξει όλο το βάρος της στην ενίσχυση της αγοράς εργασίας. Να δημιουργήσει νέες συλλογικές ταυτότητες, με βάση τις αρχές της προόδου, της ισότητας και της ελευθερίας. Οι επερχόμενες ευρωεκλογές, στις οποίες πολλοί ακροδεξιοί σχηματισμοί συζητούν κοινή συμμετοχή υπό την μπαγκέτα του ακροδεξιού πρώην συμβούλου του Τραμπ Στηβ Μπάνον, θα είναι μια μεγάλη δοκιμασία. Η δημοκρατία μπορεί εύκολα να εξανεμιστεί, χωρίς ούτε καν να το καταλάβουμε. Κάπως έτσι συνέβη άλλωστε και στον Μεσοπόλεμο. Οι λύσεις είναι στα χέρια των κρατούντων, όχι όμως για πολύ ακόμα.
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος