To “Σύνδρομο της Κίνας” Νο4: αντιδρώντας με τη διεθνή ανάπτυξη

Συνεχίζονται οι νευρικές αυξομειώσεις στα χρηματιστήρια των ΗΠΑ και της Ευρώπης, αλλά και στις τιμές των εμπορευμάτων, με την ψυχολογία των επενδυτών να επηρεάζεται κυρίως από την ταραχή στις κινεζικές αγορές. Και οι περισσότεροι αναλυτές θεωρούν ότι, έως ότου υπάρξουν σημάδια κάποιας βελτίωσης σε σχέση με την κινεζική ανάπτυξη, το αρνητικό κλίμα θα παραμείνει στις αγορές, διεθνώς.

Πάντως, σε ορισμένες από τις συνεδριάσεις τους, τα κέρδη των χρηματιστηριακών αγορών τροφοδοτήθηκαν και πάλι από τις εξελίξεις στην Κίνα, όταν τα ασθενέστερα των αναμενόμενων στοιχεία για τις εμπορικές συναλλαγές της χώρας τον Αύγουστο ενίσχυσαν τις εκτιμήσεις των επενδυτών ότι το Πεκίνο θα κινηθεί προς την τόνωση της επιβραδυμένης ανάπτυξης στη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Και πράγματι, το κινεζικό Υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε ότι θα ενδυναμώσει τη δημοσιονομική πολιτική, θα αυξήσει τις δαπάνες για υποδομές και θα επισπεύσει τις φορολογικές μεταρρυθμίσεις. Από την άλλη, αυτή η επιβράδυνση της δεύτερης οικονομίας του κόσμου έχει οδηγήσει τις τιμές του πετρελαίου και των βιομηχανικών μετάλλων σε μεγάλη πτώση. Ενδεικτικά, να σημειωθεί ότι η Κίνα εισήγαγε πέρυσι το 57% της παγκόσμιας παραγωγής χαλκού και τα 2/3 της παγκόσμιας αγοράς σιδηρομεταλλεύματος.

Τα προβλήματα για την παγκόσμια ανάπτυξη πριν και μετά την κινεζική κρίση

Να σημειωθεί, πάντως, ότι και πριν από την πτώση των διεθνών αγορών εμπορευμάτων και μετοχών λόγω Κίνας, η παγκόσμια οικονομία έμοιαζε να εξασθενεί. Στοιχεία για τις οικονομίες της Ευρώπης, της Ιαπωνίας, αλλά και αρκετών αναδυόμενων οικονομιών έδειχναν επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης.

Και βεβαίως τα πιο ανησυχητικά σημάδια προέρχονταν ήδη από την Κίνα. Μήνες πριν το σκάσιμο της φούσκας των χρηματιστηρίων της, στα μέσα Ιουνίου, είχε αρχίσει να γίνεται αντιληπτή μια επιβράδυνση της δραστηριότητας της κινεζικής οικονομίας, μετά πάροδο δύο δεκαετιών με έντονους ρυθμούς ανάπτυξης. Γινόταν, επίσης, φανερό ότι η πολιτική ηγεσία της χώρας δεν έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια να ανατρέψει την κατάσταση, μέσα από μια μείωση της εξάρτησης της χώρας από τις εξαγωγές και τόνωση της εγχώριας ζήτησης. Εντέλει, τα στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν τον Ιούλιο επιβεβαίωσαν αυτές τις εκτιμήσεις, δείχνοντας υποχώρηση των εξαγωγών πάνω από 8% σε σχέση με τον Ιούνιο και ταυτόχρονη μείωση και των εισαγωγών κατά 8,1%, καθώς και ρυθμό ανάπτυξης το πολύ το 7%, που είναι ο βραδύτερος της τελευταίας εξαετίας.

Προβληματισμό, όμως, δημιουργεί και το γεγονός ότι η Κίνα καλείται να αντιμετωπίσει αφενός την εκροή εσωτερικών και εξωτερικών κεφαλαίων, αφετέρου την κατά 93,9 δισ. δολάρια μείωση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της τον Αύγουστο. Πρόκειται για μια ελάττωση κυρίως εξαιτίας των παρεμβάσεών της κεντρικής τράπεζας για τη στήριξη του γουάν. Βέβαια, τα κινεζικά συναλλαγματικά διαθέσιμα παραμένουν τα υψηλότερα σε παγκόσμια κλίμακα, ανερχόμενα τον Ιούνιο του 2014 στα επίπεδα ρεκόρ των 4 τρισ. Δολαρίων. Ωστόσο, εκτιμάται ότι εάν συνεχιστεί η εξασθένηση του γουάν υπάρχει κίνδυνος επιτάχυνσης των εκροών των 21 τρις. δολαρίων σε καταθέσεις, τις οποίες έχουν νοικοκυριά και εταιρείες.

Απ΄ την άλλη, μάχη για ανάπτυξη δίνουν αρκετές οικονομίες σε όλον τον κόσμο. Η κυβέρνηση της Ιαπωνίας ανακοίνωσε πως η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 0,4% το δεύτερο τρίμηνο του έτους, με τις εξαγωγές και τη βιομηχανική δραστηριότητα επιβραδύνονται στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου εν μέρει εξαιτίας της μειωμένης ζήτησης από την Κίνα.

Επίσης, για άλλες σημαντικές οικονομίες της περιοχής, όπως π.χ. της Αυστραλίας η Κίνα αποτελεί τη μεγαλύτερη αγορά για τις εξαγωγές της. Έτσι, η πτώση των κινεζικών χρηματιστηρίων προκαλεί μεγάλη ανησυχία στον Ωκεάνιο εμπορικό εταίρο του Πεκίνου, όπως φάνηκε και από τη στάση της κεντρικής τράπεζας της Αυστραλίας. Με τον τρόπο αυτό, η κινεζικής προέλευσης αβεβαιότητα προστίθεται στην υποχώρηση των τιμών των εμπορευμάτων και την επίμονα υψηλή ισοτιμία του δολαρίου Αυστραλίας που υπονομεύουν την 12η σε μέγεθος οικονομία του κόσμου.

Αλλες χώρες, όπως η Βραζιλία και η Ρωσία, οι οποίες εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές εμπορευμάτων όπως το πετρέλαιο και τα σιδηρομεταλλεύματα εισέρχονται επίσης σε περίοδο επιβράδυνσης, διότι στηρίζονται σε αντίστοιχες εισαγωγές πρώτων υλών της Κίνας και άλλων οικονομιών.

Οι ΗΠΑ απειλούνται κι αυτές άμεσα, καθώς η Κίνα διακρατά 3 τρις δολ. αμερικανικό κρατικό χρέος σε ομόλογα, τα οποία μπορούν να αρχίσουν να πωλούνται σε κατάσταση συναγερμού. Ωστόσο η αμερικανική οικονομία είναι πιο υγιής, αλλά οι ρυθμοί ανάπτυξης δεν είναι αρκετά υψηλοί ώστε να στηρίξουν την παγκόσμια οικονομία. Αντίθετα, τα προβλήματα των υπολοίπων οικονομιών μπορεί να υπονομεύσουν την ανάπτυξη στις ΗΠΑ, μειώνοντας τη ζήτηση για τις αμερικανικές εξαγωγές. Π.χ. στο διάστημα των προηγούμενων μηνών, το δολάριο έχει ενισχυθεί αρκετά έναντι των υπολοίπων νομισμάτων, καθιστώντας έτσι τα αμερικανικά προϊόντα πιο ακριβά στους καταναλωτές του εξωτερικού.

Η Ευρωζώνη βρίσκεται σε λίγο καλύτερη κατάσταση, αν και η οικονομική δραστηριότητα στις χώρες της νομισματικής ένωσης ενισχύθηκε κατά μόνον 0,3% το δεύτερο τρίμηνο από το 0,4% το προηγούμενο. Η ανάπτυξη ενισχύθηκε στην Ισπανία και σε λίγες ακόμη χώρες-μέλη, αλλά επιβραδύνθηκε στη Γαλλία και στην Ιταλία. Ειδικά, πάντως, για την Γερμανία αναμένεται να υπάρχουν περισσότερες συνέπειες από την κινεζική κρίση, καθώς το 40% των εξαγωγών της οδεύει προς τον ασιατικό γίγαντα. Έτσι, μια όξυνση της κινεζικής κρίσης θα δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα στην ευάλωτη σε εξωτερικές απειλές γερμανική οικονομία.

Ωστόσο, οι πολιτικές ηγεσίες των περισσοτέρων από τις προαναφερόμενες χώρες επιχειρούν να υποβαθμίσουν το μέγεθος του κινδύνου. «Είναι σημαντικό να μην υπερθεματίζουν οι άνθρωποι γύρω από τέτοια συμβάντα», σχολίασε ο Τόνι Αμποτ, πρωθυπουργός της Αυστραλίας. Καθησυχαστικός ήταν και ο πρόεδρος της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ, καθώς εξέφρασε την εκτίμηση ότι «η παγκόσμια οικονομία είναι αρκετά συμπαγής, ώστε δεν εξαρτά την ανάπτυξή της μόνον από την κατάσταση της Κίνας». Ανάλογες ήταν οι τοποθετήσεις και της Γερμανίδας καγκελαρίου, που προεξόφλησε ότι «η Κίνα θα κάνει ό, τι μπορεί για να σταθεροποιήσει την κατάσταση» και επικαλέστηκε την εκτίμηση του ΔΝΤ ότι οι κραδασμοί στην Κίνα δεν θα εξελιχθούν σε ουσιαστική κρίση. Λιγότερο αισιόδοξος φάνηκε ο Αυστριακός υπουργός Οικονομικών Χανς Γεργκ Σέλινγκ, όταν δήλωσε ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο νέας αναταραχής τους επόμενους μήνες εξαιτίας της Κίνας, ενώ ο Γερμανός υπουργός Οικονομίας Ζίγκμαρ Γκάμπριελ υποστήριξε ότι οι εξελίξεις στην Κίνα δεν μπορούν να πλήξουν τη γερμανική οικονομία.

Οι θέσεις του ΟΟΣΑ, του G20 και του ΔΝΤ

O Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης είναι από εκείνους τους διεθνείς φορείς που τώρα προειδοποιούν για ένα πιο απαισιόδοξο οικονομικό περιβάλλον, καθώς οι αγορές προσπαθούν να απορροφήσουν τις επιπτώσεις από την επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας, αλλά και μιας αναμενόμενης αύξησης των αμερικανικών επιτοκίων για πρώτη φορά έπειτα από σχεδόν μία δεκαετία. Σύμφωνα με τους δείκτες οικονομικού κλίματος (CLI) του ΟΟΣΑ, η ανάπτυξη αναμένεται να επιβραδυνθεί τους επόμενους έξι μήνες στις ισχυρότερες χώρες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Κίνας. Εξαίρεση θα αποτελέσει μόνον η Ινδία. Επίσης, με βάση στοιχεία του ΟΟΣΑ για τον Ιούλιο, η οικονομική δραστηριότητα θα υποστεί κάμψη στους ισχυρότερους παίκτες της παγκόσμιας οικονομίας, όπως επίσης στον Καναδά, στη Ρωσία και στη Βραζιλία. Οι προβλέψεις αυτές είναι αρκετά δυσάρεστες, καθώς ανατρέπουν ένα θετικότερο κλίμα που είχε διαμορφωθεί στις αρχές του 2015.

Σε ό, τι αφορά την ευρωζώνη, ο ΟΟΣΑ εκτιμά πως θα διαφύγει τον κίνδυνο μιας επιβράδυνσης και ότι θα υπάρξει σημαντική πρόοδος στην οικονομία της Γαλλίας, τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία των 19 κρατών-μελών μετά τη Γερμανία, όπου η ανάπτυξη ήταν υποτονική όλα τα προηγούμενα χρόνια. Ο ΟΟΣΑ αποδίδει αυτή την εξέλιξη σε μεγάλο βαθμό στην επεκτατική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και στο μήνυμα που μεταδίδει ότι προτίθεται να αυξήσει τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης εάν καταστεί αναγκαίο. Επίσης, τη δυναμική των οικονομιών της Ευρωζώνης επιβεβαίωσε τις προηγούμενες μέρες και η στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναθεωρώντας προς τα πάνω τον ρυθμό ανάπτυξης για το πρώτο εξάμηνο του έτους. Συγκεκριμένα η Eurostat ανακοίνωσε πως ο ρυθμός ανάπτυξης στην Ευρωζώνη διαμορφώθηκε στο 0,4% το δεύτερο τρίμηνο από το πρώτο αντί αρχικής εκτίμησης για 0,3%. Παρομοίως, η οικονομική δραστηριότητα ενισχύθηκε στο 0,5% το πρώτο τρίμηνο από το προηγούμενο αντί του 0,4% που είχε ανακοινωθεί αρχικά.

Την αρνητική επίδραση της κινεζικής κρίσης στην διεθνή ανάπτυξη επιβεβαίωσαν οι υπουργοί Οικονομικών και κεντρικοί τραπεζίτες του G20 στην πρόσφατη Σύνοδό τους στην Άγκυρα. Στο κοινό ανακοινωθέν που εξέδωσαν αναφέρουν, συγκεκριμένα, πως «η επέκταση της οικονομικής δραστηριότητας είναι χαμηλότερη των προσδοκιών για το 2015». Συμπληρώνουν, επίσης, ότι «το φλέγον ζήτημα σήμερα είναι η βαθύτερη του αναμενομένου επιβράδυνση της κινεζικής οικονομίας, εμποδίζοντας την επαναφορά της παγκόσμιας ανάπτυξης στα προ χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 επίπεδα».

Στην ίδια Σύνοδο της Άγκυρας τα κράτη μέλη του G20 -που συγκεντρώνει τις είκοσι ισχυρότερες οικονομίες του κόσμου- δεσμεύτηκαν να αποφεύγουν τους νομισματικούς πολέμους. Ωστόσο, η εξαγγελία τους αυτή φαίνεται αδύναμη για μια σειρά από λόγους, Π.χ. οι εν λόγω 20 υπουργοί Οικονομικών με τη μεγαλύτερη δεν ζήτησαν από τις ΗΠΑ να καθυστερήσουν την αναμενόμενη αύξηση των επιτοκίων, αλλά ούτε παρουσίασαν εναλλακτικό σχέδιο για την αναχαίτιση των τεράστιων εκροών κεφαλαίων που συμβαίνει αυτή την περίοδο από την Κίνα, καθώς και άλλες αναπτυσσόμενες οικονομίες. Χωρίς αυτά τα δυο βήματα, οι ισοτιμίες των νομισμάτων αρκετών οικονομιών από τους G20 θα συνεχίσουν να παρουσιάζουν μεγάλες μεταβολές έναντι του δολαρίου, οι οποίες με τον τρόπο που γίνονται δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «ανταγωνιστικές υποτιμήσεις», ούτε να φέρουν τα οφέλη τέτοιων υποτιμήσεων.

Επίσης, ενώ επικρατεί όλο και μεγαλύτερη νευρικότητα μεταξύ των επενδυτών για τον αποπληθωρισμό στην παγκόσμια οικονομία, οι G20 αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν αυτό το φαινόμενο ως απειλή. Ακόμη, οι υπουργοί Οικονομικών των 20 δεν τοποθετήθηκαν στο επίμαχο ζήτημα του χρέους στον ιδιωτικό τομέα και δεν είπαν τίποτα που να δείχνει ότι μπορεί να υπάρξει συντονισμός των οικονομικών πολιτικών μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, τον οποίο πολλοί ειδική κρίνουν ως απολύτως απαραίτητο.

Σε ό, τι αφορά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η διευθύντρια του Κριστίν Λαγκάρ εξέφρασε κι αυτή για πρώτη φορά ανησυχία για την τροπή που λαμβάνει η κινεζική κρίση, καθώς και για τις επιπτώσεις που έχει για τη διεθνή οικονομία. Αναφορικά με το θέμα των επιτοκίων, το ΔΝΤ έχει λάβει ήδη από τον περασμένο Ιούνιο τη θέση ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) θα πρέπει να καθυστερήσει για το επόμενο έτος την αύξηση του βασικού επιτοκίου, που θα είναι πρώτη ύστερα από σχεδόν μία δεκαετία. Τη σχετική τοποθέτηση επανέλαβε η Κριστίν Λαγκάρντ στην προαναφερόμενη συνάντησης των υπουργών Οικονομικών και των κεντρικών τραπεζιτών των G20 στην Άγκυρα αν και στο κοινό ανακοινωθέν οι 20 πηγαίνουν αντίθετα και αναφέρουν πως η νομισματική περιοριστική πολιτική είναι «περισσότερο πιθανή» στις ανεπτυγμένες οικονομίες για το επόμενο διάστημα.

Ρεπορτάζ-Ανάλυση: Πολυδεύκης Παπαδόπουλος

Θα ακολουθήσει: Οι επιπτώσεις στις οικονομικές/εμπορικές σχέσεις της Ελλάδας με την Κίνα – Πόσο ρεαλιστικό είναι το σενάριο για νέα διεθνή ύφεση

Κοίταξε επίσης:

«To σύνδρομο της Κίνας» Νο1 : Oι κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία

«Το Σύνδρομο της Κίνας» No2: Φούσκα και πραγματική κατάσταση της οικονομίας

«To σύνδρομο της Κίνας» Νο3: Ανεπιτυχή μέτρα & νομισματικός συναγερμός

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος