O πρόεδρος της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΟΚΕ) Γιώργος Βερνίκος μιλά αποκλειστικά στην ΕΡΤ και στον Πολυδεύκη Παπαδόπουλο για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση, τις δυσκολίες του κοινωνικού διαλόγου στην Ελλάδα, καθώς και για την άποψη της ΟΚΕ ως προς τη διαχείριση του προσφυγικού/μεταναστευτικού.
Ο Γεώργιος Α. Βερνίκος εκλέχθηκε πρόεδρος της ΟΚΕ τον περασμένο Οκτώβριο, αφού προηγουμένως υπήρξε μέλος της ολομέλειάς της, με την ιδιότητα του Γ.Γραμματέα του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων. Ο ίδιος δραστηριοποιείται στον τομέα του θαλάσσιου ελληνικού τουρισμού. Εκτός, όμως, από τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, ο Γ. Βερνίκος από τα φοιτητικά του χρόνια, στα οποία μετείχε στον αντιδικτατορικό αγώνα, διατηρεί ένα έντονο ενδιαφέρον για τα κοινά, στα οποία μετέχει με διάφορες πρωτοβουλίες. Επίσης, λόγω των οικολογικών του ευαισθησιών υπήρξε συνιδρυτής του γραφείου της Greanpeace στην Ελλάδα και του οποίου ήταν πρόεδρος για 22 χρόνια.

Για το φλέγον θέμα των ημερών, που είναι η ασφαλιστική μεταρρύθμιση, η ΟΚΕ έχει καταθέσει τις αρχικές απόψεις της, όπου μεταξύ άλλων, ζητά η επίλυση δημοσιονομικών προβλημάτων να μην παραβιάσει τις βασικές αρχές του ασφαλιστικού συστήματος, δηλαδή το σωστό μείγμα αλληλεγγύης και ανταποδοτικότητας. Ποιο είναι αυτό το μείγμα και πως μπορεί να βρεθεί, δεδομένων των πιεστικών δημοσιονομικών αναγκών, αλλά και των σφοδρών αντιδράσεων σχεδόν του συνόλου των κοινωνικών και οικονομικών ομάδων; Ζητάτε επίσης, ευλόγως, έγκυρες και αξιόπιστες αναλογικές μελέτες για τα υπάρχοντα ταμεία. Υπάρχει περιθώριο για κάτι τέτοιο, δεδομένων των οριακών προθεσμιών για την αξιολόγηση του ελληνικού προγράμματος, αλλά και του γεγονότος πως όποιες τέτοιες μελέτες έγιναν στο παρελθόν εν συνεχεία απορρίφθηκαν από τους κοινωνικούς εταίρους;
Η ΟΚΕ είναι αυτή τη στιγμή στη φάση διαμόρφωσης της γνώμης και σύνθεσης των απόψεων των φορέων και έτσι δε θα ήταν σωστό να προκαταλάβω τη διαδικασία δίνοντας εδώ απάντηση και για ένα τόσο περίπλοκο ζήτημα. Το πρόβλημα του ασφαλιστικού δεν είναι καινούργιο, όλοι μας το γνωρίζαμε. Και οι διάφορες κυβερνήσεις και οι κοινωνικοί εταίροι και οι πολίτες. Κανείς όμως δεν αναλάμβανε την ευθύνη των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων γιατί είχαν -και έχουν- κόστος. Το πρόβλημα είναι, ότι στην Ελλάδα δυστυχώς, δεν έχουμε μάθει να συζητάμε υπεύθυνα και ουσιαστικά, ενώ η συναίνεση συνδέεται περισσότερο με την οπισθοχώρηση παρά με την υπευθυνότητα. Αυτό είναι ουσιαστικά που χρειάζεται να αλλάξει, αυτό τελικά θα καθορίσει και το μείγμα που ρωτήσατε. Σε σχέση δε με το θέμα των μελετών, να σας θυμίσω ότι δεν έχουν όλες οι μελέτες απορριφθεί από τους κοινωνικούς εταίρους: η μία ήταν επί Γιαννίτση, η οποία απορρίφθηκε από τα κόμματα της τότε αντιπολίτευσης πριν καν τοποθετηθούν οι φορείς και η άλλη ήταν επί Βρούτση, η οποία απαξιώθηκε από τη μετέπειτα ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας το 2015. Η ΟΚΕ ζητάει αναλογιστικές μελέτες παρά τις ασφυκτικές προθεσμίες, γιατί πολύ απλά, αυτό απαιτεί πλέον ο σχεδιασμός του ασφαλιστικού. Δηλαδή υπευθυνότητα, επιστημονική τεκμηρίωση, μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, συνέχεια και συμμετοχή.
Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση, όπως άλλωστε έχει συμβεί και στο παρελθόν, προκαλεί ένα έντονο συγκρουσιακό κλίμα και γίνεται σε απουσία, ουσιαστικά, κοινωνικού διαλόγου. Γιατί στην χώρα μας αδυνατούμε να εξετάσουμε αυτό το ζήτημα -ουσιαστικά από τις αρχές της δεκαετίας του ’90- και να διαμορφώσουμε τον κοινωνικό διάλογο, που είναι απαραίτητος, του οποίου επιτομή αποτελεί -ή θα έπρεπε να αποτελεί- η ΟΚΕ και ο οποίος έχει επιτευχθεί σε άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες που βρήκαν λύσεις σ’ αυτό τον τομέα;

Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά θα σταθώ σε δύο. Ο πρώτος αφορά την κοινωνία γενικότερα. Δεν είμαστε συνηθισμένοι στο διάλογο. Αντιμετωπίζουμε με καχυποψία, αν όχι με εχθρότητα, την άλλη άποψη και προσπαθούμε να επιβάλουμε τη δική μας άποψη είτε δυναμικά, είτε με παρασκηνιακές διαβουλεύσεις με την εκάστοτε εξουσία. Στην Ελλάδα, η κοινωνία των πολιτών βρίσκεται ακόμα σε πορεία διαμόρφωσης. Και πράγματι, σε πολλές περιπτώσεις αντιμετωπίσαμε μία κατ’ επίφαση διαδικασία διαλόγου, ακόμη και αμφισβήτηση της σημασίας της συμμετοχής της κοινωνίας στις πολιτικές αποφάσεις. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με την πολιτική ζωή. Έχουν δοθεί τόσες υποσχέσεις τα τελευταία χρόνια -και όχι μόνο-, ώστε είναι λογικό να δυσπιστεί ο κόσμος σε όσα ακούει από πλευράς των εκάστοτε κυβερνώντων. Πιστεύω όμως, ή θέλω να πιστεύω, ότι όσο ο κόμπος φτάνει στο χτένι και φτάνουμε στο χείλος του γκρεμού, θα βρούμε τρόπο συνεννόησης.
Οι Οικονομικές & Κοινωνικές Επιτροπές δημιουργήθηκαν στα περισσότερα δυτικοευρωπαϊκά κράτη ήδη από τη δεκαετία του ’50, η δε Ευρωπαϊκή Οικονομική & Κοινωνική Επιτροπή συγκροτείται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Κοινότητας από το 1957, προβλεπόμενη από τη Συνθήκη της Ρώμης. Η Ελλάδα ανήκει σε εκείνες τις χώρες όπου ο αντίστοιχος θεσμός αργεί πολλά χρόνια να συγκροτηθεί, με την ελληνική ΟΚΕ να δημιουργείται μόλις το 1994. Γιατί αυτή η καθυστέρηση; Κατά πόσο, επίσης, τα 22 χρόνια που υφίσταται αυτός ο θεσμός στη χώρα μας έχει φέρει κάποια συγκεκριμένα αποτελέσματα, αλλά και έχει κατoρθώσει να καθιερώσει τον κοινωνικό διάλογο.
Στην Ελλάδα τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα, ήταν τελείως διαφορετικά συγκριτικά με άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του ’80, υπήρχε έντονος κρατικός παρεμβατισμός στην οικονομία και στις εργασιακές σχέσεις. Η ανάπτυξη θεσμών και διαδικασιών διαβούλευσης στα μέσα της δεκαετίας του ’90, εντάσσεται σε μία ευρύτερη στρατηγική αποκέντρωσης εξουσιών από την κεντρική διοίκηση σε τοπικούς, κοινωνικούς και ιδιωτικούς φορείς. Την εποχή εκείνη και στο πλαίσιο προετοιμασίας της χώρας για την ένταξή στην ΟΝΕ, θεσμοθετήθηκε και η ελληνική Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή. Το δε έργο της Επιτροπής μέχρι σήμερα, είναι απλά εντυπωσιακό τόσο σε ποιότητα, όσο και σε όγκο: η Ο.Κ.Ε. έχει εκφράσει περισσότερες από 300 Γνώμες για ιδιαίτερα σημαντικά και επίκαιρα ζητήματα.

Η κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και οι πολιτικές που εφαρμόσθηκαν πλήττουν αυτό που αποκαλείται «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο». Η ΕΕ, μετά τη διεθνή κρίση του ’08-’09 και την κρίση της ευρωζώνης που ακολούθησε, αλλά, επίσης, συμπιεσμένη εδώ και περίπου 2 δεκαετίες από τον καινούργιο παγκόσμιο ανταγωνισμό και ταυτόχρονα επηρεασμένη από την δημογραφική της κάμψη, μοιάζει να εξασθενεί στο εσωτερικό της και να χάνει έδαφος διεθνώς. Μπορεί να αντιστραφεί αυτή η κατάσταση κι αν ναι με ποιο μείγμα πολιτικών;

Υπάρχει πράγματι πρόβλημα. Οι όποιες λύσεις πάντως, θα προκύψουν όχι μέσα από διασπαστικές λογικές, αλλά μέσα από κοινές προσπάθειες που θα ενισχύουν την έρευνα και την καινοτομία, θα στηρίζουν τη νέα και υγιή επιχειρηματικότητα, θα προάγουν τη χρήση τεχνολογιών στο δημόσιο τομέα, την εφεύρεση νέων προϊόντων και την αξιοποίηση του επιστημονικού δυναμικού σε όλα τα πεδία οικονομικής ανάπτυξης. Η Ευρώπη του μέλλοντος, πρέπει οπωσδήποτε να χρησιμοποιεί αποτελεσματικά τους πόρους της, να ενδυναμώσει τη θέση της στο διεθνές εμπόριο και να καθιερώσει μια πλατφόρμα για την καταπολέμηση της φτώχειας, στα πλαίσια πάντα της αειφορίας.
Προέρχεστε από το χώρο των επιχειρήσεων. Το μοντέλο των προηγούμενων δεκαετιών, με ικανοποιητικές αμοιβές για αρκετές κατηγορίες εργαζομένων στην Ευρώπη, ελεγχόμενα ποσοστά ανεργίας και υψηλό επίπεδο κοινωνικών παροχών, που έχει τεθεί εν αμφιβόλω τα τελευταία 15-20 χρόνια, αποτελεί οριστικά παρελθόν;
Η Ευρώπη ήταν πάντα μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων και μια ανάλυση του οικονομικού της μοντέλου, βασισμένη μόνο πάνω στις αμοιβές των εργαζομένων ή τις κοινωνικές παροχές, θα ήταν μονομερής. Η κρίση πράγματι έφερε στην επιφάνεια τα διαρθρωτικά προβλήματα των ευρωπαϊκών οικονομιών, αύξησε την ανεργία, διέρρηξε την κοινωνική συνοχή, περιόρισε την παραγωγικότητα και συγκράτησε την ευρωπαϊκή ανταγωνιστικότητα σε χαμηλά επίπεδα. Υπάρχει συνολικό πρόβλημα πια στη διαχείριση και διατήρηση του κοινωνικού κράτους όπως το ξέραμε. Δεν έχει νόημα να κοιτάμε πίσω. Το στοίχημα πλέον είναι, τι θα αποτελέσει το σύγχρονο παραγωγικό ευρωπαϊκό μοντέλο. Ένα μοντέλο που θα παράγει υπηρεσίες και προϊόντα με υψηλή προστιθέμενη αξία, θα καλλιεργεί τη δημιουργικότητα και την καινοτομία, θα αξιοποιεί στο έπακρο τα συγκριτικά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα κάθε ευρωπαϊκής χώρας, ενώ θα στηρίζεται στη βιώσιμη ανάπτυξη. Μια ανάπτυξη που να ικανοποιεί τις παρούσες ανάγκες, χωρίς να στερούνται οι μέλλουσες γενεές τη δυνατότητα να ικανοποιήσουν και αυτές τις δικές τους ανάγκες.
Στις πρώτες τοποθετήσεις σας ως πρόεδρος της ΟΚΕ έχετε εκτιμήσει, αναφερόμενος στην κρίση σε επίπεδο ΕΕ, ότι η ευρωπαϊκή κοινωνία των πολιτών βρίσκεται, ταυτοχρόνως, σε σημείο καμπής. Και έχετε πει πως είναι αναγκαίος ένας επαναπροσδιορισμός του ρόλου και του τρόπου δράσης και δικτύωσης των φορέων της κοινωνίας των πολιτών, ώστε να αντιμετωπισθούν οι νέες προκλήσεις στο κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό γίγνεσθαι και να οικοδομηθούν πολιτικές με βάση την ανάπτυξη και την αμοιβαία αλληλεγγύη. Μπορείτε να περιγράψετε αυτό το νέο ρόλο και τρόπο δράσης;
Στηρίζεται στην περαιτέρω ενίσχυση της συλλογικότητας και συμμετοχικότητας. Τώρα είναι που η ανάγκη για κοινωνικό διάλογο γίνεται πιο έντονη και επιτακτική από ποτέ. Η Ευρωπαϊκή εμπειρία αποδεικνύει πως ο κοινωνικός διάλογος υπήρξε πίσω από επιτυχημένες οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, όπως πχ η ενίσχυση των προσόντων του ανθρώπινου δυναμικού της Ευρώπης, ο εκσυγχρονισμός της οργάνωσης και η ποιότητα της εργασίας, η προώθηση των ίσων ευκαιριών, η ανάπτυξη πολιτικών για την ενεργό γήρανση και η ενδυνάμωση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Σήμερα μάλιστα, ο κοινωνικός διάλογος δεν πρέπει να περιοριστεί μόνο σε μια οικονομική εκδοχή της πραγματικότητας, αλλά να υιοθετήσει μια δημοκρατική και ανθρωποκεντρική προσέγγιση, δίνοντας έμφαση στη διαφάνεια, τη λογοδοσία, τη δημόσια ηθική και την εξυπηρέτηση του πολίτη.
Πως βλέπει η ΟΚΕ το ζήτημα των μεγάλων προσφυγικών/μεταναστευτικών ροών, όχι μόνον από την πολιτική και ανθρωπιστική άποψη, αλλά και από την επίδραση που δημιουργεί στις οικονομίες και τις αγορές εργασίας της χώρας μας και των άλλων κρατών μελών;
Ορθά θέσατε πως το ζήτημα έχει ανθρωπιστικές, πολιτικές και οικονομικές πτυχές. Και ακριβώς επειδή έχει τόσες διαστάσεις, είναι αναγκαίο να κάνουμε το διαχωρισμό μεταξύ προσφύγων και παράνομων μεταναστών. Η χώρα μας, ειδικά στην κατάσταση που είναι σήμερα, δεν μπορεί από μόνη της να το αντιμετωπίσει, ούτε οικονομικά, ούτε χωρίς βοήθεια στη φύλαξη των συνόρων της, ενώ δεν πρέπει να υποτιμάμε τους κινδύνους που κρύβονται για τις τοπικές οικονομίες. Γι αυτό χρειάζεται άμεσα να τεθεί σε εφαρμογή ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αντιμετώπισης του προβλήματος σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με ψυχραιμία, πρόβλεψη και ενότητα. Θέλω να προσθέσω όμως και μια άλλη διάσταση στο θέμα: καλό θα ήταν, να μη βλέπουμε μόνο τα προβλήματα, αλλά και τις ευκαιρίες που μπορεί να φέρει η ένταξή κάποιου ποσοστού των προσφύγων στην ευρωπαϊκή αγορά εργασίας. Ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Γερμανία -η οποία έρχεται σε σύγκρουση με την κοινή της γνώμη για το προσφυγικό-, το εξετάζουν ήδη και από αυτή τη σκοπιά. Θα ήθελα μάλιστα να αναφέρω στο σημείο αυτό, ότι η ΟΚΕ οργανώνει στις 20 Απριλίου 2016 συνέδριο σχετικά με το προσφυγικό ζήτημα, το οποίο θα εξετάζει όλα τα παραπάνω ζητήματα.
Από τη σημερινή σας θέση, αλλά και από τη μακρά πορεία σας στις επιχειρήσεις, σε μαζικούς χώρους και κινήματα, ποιες πολιτικές στο εσωτερικό της Ελλάδας και εκ μέρους της Ευρωζώνης/ΕΕ θεωρείτε ότι μπορούν να οδηγήσουν τη χώρα μας στο οριστικό ξεπέρασμα της κρίσης που την πλήττει; Πως μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη, αντιμετώπιση του χρέους, εκσυγχρονισμός των δομών της οικονομίας και του κράτους και τελικά ποιος είναι ο ρόλος του κοινωνικού διαλόγου για την επίτευξη αυτών των στόχων;
Οποιαδήποτε πολιτική, εγχώρια ή ευρωπαϊκή, έχει ως κεντρικό της άξονα την επαναχάραξη του οικονομικού μας παραγωγικού μοντέλου με έμφαση στην καινοτομία, την εξωστρέφεια, τη δια βίου μάθηση, την αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, την προώθηση των start ups, τη συνέχεια των επενδύσεων, τον εκσυγχρονισμό των δομών και λειτουργιών του κράτους, τη μείωση της ανομίας και της εγκληματικότητας, δε μπορεί, παρά να είναι σήμερα στη σωστή κατεύθυνση. Επίσης, το φορολογικό μας σύστημα απαιτείται να αποκτήσει σαφήνεια, σταθερότητα και αναπτυξιακά χαρακτηριστικά. Η Ευρώπη, πρέπει να αντιμετωπίσει με θετικά αποτελέσματα όλες τις αδυναμίες και τις δομικές ατέλειες της οικονομικής και νομισματικής της πολιτικής. Χρειαζόμαστε ενίσχυση της παραγωγικότητας, δημιουργία θέσεων εργασίας και ένα ελκυστικό επιχειρηματικό περιβάλλον. Φυσικά, όλες αυτές οι μεταρρυθμίσεις δε μπορούν να πραγματοποιηθούν χωρίς κοινωνικό διάλογο. Μόνο με ομόνοια και συναίνεση θα γίνουν οι υπερβάσεις και οι προσαρμογές που χρειάζονται, ενώ θα μπορέσουμε ταυτόχρονα να μετριάσουμε τις όποιες δυσκολίες προκύψουν σε αυτή τη μεταβατική περίοδο των αναγκαίων αλλαγών.
Δείτε βίντεο με τα κυριότερα σημεία της συνέντευξης του Γιώργου Βερνίκου
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος