«Το Σύνδρομο της Κίνας» No2: Φούσκα και πραγματική κατάσταση της οικονομίας

«Το Σύνδρομο της Κίνας» είναι όρος που επινοήθηκε από Αμερικανό φυσικό το 1971 για να περιγράψει ένα πιθανό επακόλουθο μιας σοβαρής πυρηνικής κατάρρευσης, κατά τη διάρκεια της οποίας λιωμένα συστατικά του πυρήνα του αντιδραστήρα μπορούν να διαπεράσουν το φλοιό της Γης και θεωρητικά να βγουν από την άλλη πλευρά του πλανήτη, στην Κίνα! Κι αν ο όρος ήταν τότε επί τούτου υπερβολικός, προκειμένου να αναδείξει το ανεξέλεγκτο ενός πυρηνικού ατυχήματος, σήμερα επανέρχεται για να περιγράψει τις τυχόν ανεξέλεγκτες επιπτώσεις που μπορεί να δημιουργήσει για την παγκόσμια οικονομία η πρόσφατη κινεζική κρίση.

Πολλοί ήλπιζαν πως η οικονομική πρόοδος της Κίνας θα ωφελούσε τη διεθνή οικονομία, διότι θα δημιουργούσε ένα δεύτερο πόλο για την παγκόσμια ανάπτυξη εκτός των ΗΠΑ και πέραν της ασθμαίνουσας Ευρώπης. Όμως, οι τελευταίες εξελίξεις έδειξαν ότι η χώρα και η κυβέρνησή της δεν είναι έτοιμη, τουλάχιστον ακόμη, να αναλάβει αυτόν τον ρόλο. Επιπλέον, σοβαρές ανησυχίες δημιουργεί το μεγάλο κομμάτι του χρηματοπιστωτικού τομέα της Κίνας, το οποίο, λειτουργώντας πέραν του επίσημου τραπεζικού συστήματος, παραμένει στη σκιά και εν πολλοίς εκτός ελέγχου, το αυξανόμενο δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, αλλά και η προοπτική απότομης και όχι ομαλής προσγείωσηs της ανάπτυξης της χώρας σε χαμηλότερα ποσοστά.

Προς το παρόν, πάντως, οι έντονες παρεμβάσεις του Πεκίνου στη λειτουργία των αγορών, προκειμένου να ελεγχθεί η αρνητική τροπή που έλαβαν, είχαν μικρή επιτυχία, ενώ δημιούργησαν και νέα προβλήματα. Έτσι, η εντολή στις κρατικές εταιρείες και στον κλάδο χρηματοοικονομικών υπηρεσιών να αγοράσουν μετοχές δεν βοήθησαν στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στη «φουσκωμένη» χρηματιστηριακή αγορά της Κίνας, όπου για αρκετές συνεδριάσεις υπήρξε και περαιτέρω πτώση των μετοχών. Από την άλλη, η απόφαση της Κίνας να προχωρήσει σε αιφνιδιαστική υποτίμηση του γουάν πυροδότησε την πτώση των νομισμάτων άλλων αναπτυσσόμενων χωρών έναντι του δολαρίου.

Η δημιουργία της φούσκας και των υπερβολών στην κινεζική αγορά

Πριν την έναρξη της ελεύθερης πτώσης των κινεζικών αγορών από τα μέσα Ιουνίου, από τις αρχές του 2015 είχε προηγηθεί άνοδος των κινεζικών μετοχών έως και 150%. Πρόκειται για ένα ιλιγγιώδες ποσοστό αποδόσεων που ήταν πολλαπλάσιο των κερδών των επιχειρήσεων στις οποίες ανήκουν οι εν λόγω μετοχές. Και το ερώτημα είναι πως έφτασε σε αυτά τα σημεία υπερβολής η κινεζική αγορά.

Η πρώτη απάντηση βρίσκεται στην υπερβολική μόχλευση με εύκολα δανεικά, στο ανερχόμενο ενδιαφέρον για τις κινεζικές αγορές από το εξωτερικό, αλλά κυρίως στις υψηλές προσδοκίες και τον κερδοσκοπικό πυρετό μεταξύ της ανερχόμενης μεσαίας τάξης της Κίνας.

Σε ό,τι αφορά το τελευταίο, τα προηγούμενα χρόνια υπήρξε εύκολος και αθρόος δανεισμός από περιφερειακούς δημόσιους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς προς το ευρύ επενδυτικό κοινό. Το αποτέλεσμα ήταν ότι άνω των 90 εκατ. καθημερινών κινέζων, χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις και εμπειρία, άρχισαν να αγοράζουν και να παίζουν μετοχές με τις αποταμιεύσεις τους, ακόμη και από τους χώρους εργασίας τους, σε ειδικά καφέ ή μέσα από ταμπλέτες και smart phones. Έτσι, έφτασε το 80% της κεφαλαιοποίησης των κινεζικών αγορών να ανήκει σ’ αυτό τον πληθυσμό, ενώ τα γρήγορα κέρδη συνέχισαν να φέρνουν και άλλους μικροεπενδυτές. Παράλληλα, στα 3 χρηματιστήρια της Κίνας (Σαγκάης, Σεντζέν, Χονγκ Κονγκ) άρχισαν να μπαίνουν ολοένα και περισσότεροι ξένοι επενδυτές κι αυτό παρά τους περιορισμούς στην είσοδο και έξοδο κεφαλαίων από την κινεζική αγορά.

Μια δεύτερη απάντηση για τη γιγάντωση της φούσκας έχει να κάνει με το ρόλο του λεγόμενου «σκιώδους» χρηματοπιστωτικού τομέα της χώρας. Επίσημα, στοιχεία για το μέγεθος και τις λειτουργίες αυτού του τομέα δεν υπάρχουν, αλλά δημοσιογραφικές έρευνες και έμμεσοι υπολογισμοί ξένων οίκων ανεβάζουν το συνολικό ύψος των κεφαλαίων που τζιράρονται ετησίως στην Κίνα μέσω αυτού του σκιώδους τραπεζικού συστήματος στα 6,9 τρισ. γουάν, δηλαδή σε περίπου 1,1, τρις δολ.! Η κατάσταση αυτή περιπλέκεται, μάλιστα, ακόμη περισσότερο λόγω των αφανών σχέσεων που διατηρούν αυτά τα «γκρίζα ιδρύματα» με μεγάλες τράπεζες της υπόλοιπης Ασίας, αλλά και της Ευρώπης.

Η εμπλοκή αυτού του τομέα ήταν, επίσης, καθοριστική στη δημιουργία της επιμέρους φούσκας στον κλάδο του real estate της Κίνας. Όμως, η αγορά ακινήτων της Κίνας άρχισε να υποχωρεί απότομα περίπου από τα τέλη του περασμένου χρόνου, με τις αποτιμήσεις εκατοντάδων χιλιάδων επενδύσεων να κονιορτοποιούνται και τα αντίστοιχα δάνεια να μην μπορούν πλέον να εξυπηρετηθούν. Έτσι, όπως συνέβη και στις ΗΠΑ με την κρίση του 2008, μετά λίγους μήνες η κρίση του κινεζικού real estate οδήγησε στην κατάρρευση και των χρηματιστηρίων. Στα χρόνια που είχαν προηγηθεί, κεντρικές ή περιφερειακές χρηματοπιστωτικές εταιρείες που ανήκουν στο κράτος, παρείχαν αθρόα κεφάλαια για στεγαστικά δάνεια -των οποίων εγγυούνταν και των αποπληρωμών- στις σκιώδεις τράπεζες και τους ανεπίσημους χρηματοπιστωτικούς φορείς. Αυτοί με τη σειρά τους δάνειζαν κεφάλαια σε εταιρείες που δεν ήταν τόσο μεγάλες ή τόσο φερέγγυες ώστε να λάβουν δάνεια από επίσημες τράπεζες της χώρας. Στο σημείο αυτό οι ομοιότητες με την περίπτωση των subprime loans στην αμερικανική αγορά είναι εντυπωσιακές Όπως εντυπωσιακές είναι και οι αποκαλύψεις ότι οι μισοί και πλέον από αυτούς τους σκιώδεις κινεζικούς οργανισμούς έχουν αναπτύξει παράλληλες σχέσεις με αμερικανικές, ευρωπαϊκές ή άλλες τράπεζες, αλλά έχουν, επίσης, δανείσει εκατοντάδες εταιρείες, πολλές εκ των οποίων είναι θυγατρικές εταιρειών ξένων συμφερόντων ή κοινοπραξίες κινεζικών με δυτικές εταιρείες!

Όλο αυτό το διάστημα οι κεντρικές αρχές του Πεκίνου θεωρητικά δεν γνώριζαν τα όσα συνέβαιναν στο σύνολο των επαρχιών της χώρας. Τώρα, όμως, η κυβέρνηση της Κίνας πρέπει να αποφασίσει εάν θα διασώσει, με υψηλό κόστος, αυτό το σύστημα οικονομικών σχέσεων ή θα αφήσει τουλάχιστον ένα μέρος του να καταρρεύσει.

Πάντως, λίγες εβδομάδες πριν την έναρξη της πτώσης των κινεζικών αγορών, η Παγκόσμια Τράπεζα (Π.Τ.) είχε προειδοποιήσει το Πεκίνο να επισπεύσει τη μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα της Κίνας, ώστε να μη λήξουν «οι τρεις δεκαετίες αστρονομικής απόδοσης» που γνώρισε η οικονομία της.

Συγκεκριμένα, στην τελευταία έκθεσή της για την Κίνα, η Παγκόσμια Τράπεζα καλούσε τη δεύτερη οικονομία στον κόσμο να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των ζημιογόνων επενδύσεων, της υπερχρέωσης, αλλά και του σκιώδους τραπεζικού συστήματος που δεν υπόκειται καθόλου σε ρυθμίσεις. Επίσης, η Παγκόσμια Τράπεζα υπογράμμιζε πως στην Κίνα, σε αντίθεση με τις ανταγωνίστριες χώρες, το κράτος εξακολουθεί να διατηρεί σε συντριπτικό βαθμό την ιδιοκτησία και τον έλεγχο των τραπεζών και των άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων. Με βάση τα σχετικά στοιχεία, το κινεζικό κράτος ελέγχει επισήμως το 65% του ενεργητικού των τραπεζών, αλλά έχει de facto τον έλεγχο του 95% του ενεργητικού τους.

Nέο πρόβλημα το συνολικό ύψος του κινεζικών χρεών

Για μια χώρα της οποίας οι ρυθμοί ανάπτυξης τις τελευταίες 2 δεκαετίες μετρούνταν με διψήφια νούμερα, η διαμόρφωση του δημοσίου χρέους της σήμερα σε περίπου 33,5 τρις γουάν (5,2 τρις δολ), που αντιστοιχούν στο 64,08% του ΑΕΠ της είναι ένα λογικό ποσοστό. Αυτό, όμως, εκτινάσσεται στο 282% του ΑΕΠ και στα 28,5 τρις δολ. εάν συνυπολογιστούν τα χρέη των νοικοκυριών (38% του ΑΕΠ), των επιχειρήσεων (125% του ΑΕΠ) και του χρηματοπιστωτικού τομέα (65% του ΑΕΠ). Τα σχετικά στοιχεία περιλαμβάνονται στην έκθεση της εταιρείας επιχειρηματικών συμβούλων McKinsey & Company Κίνας και αφορούν την κατάσταση έως τα τέλη του 2014, που σημαίνει ότι τώρα είναι ακόμη υψηλότερα τα εν λόγω ποσοστά. Η εν λόγω έκθεση θεωρεί το σύνολο αυτών των χρεών διαχειρίσιμο, αν και υπογραμμίζει ότι είναι μεγαλύτερο από το αντίστοιχο των ΗΠΑ ή της Γερμανίας. Σημειώνει, επίσης, πως ορισμένοι παράγοντες είναι ανησυχητικοί. Αυτοί σχετίζονται με το ότι το μισό των δανείων είτε άμεσα είτε έμμεσα συνδέεται με την αγορά ακινήτων της Κίνας, το γεγονός πως η μη ελεγχόμενη σκιώδης τραπεζική αγορά έχει χορηγήσει το 50% των νέων δανείων και τέλος ότι το χρέος πολλών περιφερειακών κυβερνήσεων μπορεί να θεωρηθεί μη βιώσιμο.

Για την επιδείνωση της κατάστασης του κινεζικού χρέους προειδοποιεί και ο Κένεθ Ρογκόφ, καθηγητής Οικονομικών στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, ο οποίος είχε προβλέψει με μεγάλη ακρίβεια την κρίση χρέους στην Ευρωζώνη. Ο Ρογκόφ τα τελευταία χρόνια θεωρεί στην αρθρογραφία του την Κίνα ως την επόμενη μεγάλη απειλή στην παγκόσμια οικονομία, εξ αιτίας και της εξέλιξης των χρεών της. Ο αμερικανός ακαδημαϊκός επισημαίνει, πως ο ασιατικός γίγαντας είχε πείσει τον εαυτό του και πολλούς άλλους ότι μπορούσε να συγκεντρώνει χρέος γιατί κατά κάποιον τρόπο ήταν απρόσβλητος από τους κλασσικούς νόμους της οικονομίας. Τα επιχειρήματα ήταν ο έλεγχος του κράτους στην αγορά, τα εκατομμύρια εσωτερικών μεταναστών προς τις πόλεις που πρόσφερε διαρκώς νέο και φτηνό εργατικό δυναμικό, καθώς και το υψηλό ποσοστό αποταμίευσης, το οποίο ανερχόταν σχεδόν στο 30% του διαθέσιμου εισοδήματος. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει ο Ρογκόφ όλα αυτά τα δεδομένα δεν κρατούν πλέον την Κίνα στο απυρόβλητο των οικονομικών κρίσεων, λόγω του δίπολου σημαντική αύξηση χρεών-ταχύτερη μείωση της ανάπτυξης. Ομως, για τον δεύτερο παράγοντα η γνώμη του ΔΝΤ είναι διαφορετική, θεωρώντας «φυσιολογική» την επιβράδυνση της κινεζικής ανάπτυξης, ακόμη κι αν υποχωρήσει λίγο κάτω του 7%, στο 6,8%.

Οι αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες και η μεγάλη επιδείνωση του περιβάλλοντος

Παρά τη δημιουργία της τελευταίας δεκαετίας μιας μεσαίας τάξης δεκάδων εκατομμυρίων ατόμων, οι κοινωνικές ανισότητες της Κίνας έχουν αυξηθεί σημαντικά. Έτσι, αρκετοί ακαδημαϊκοί έχουν προειδοποιήσει για τον κίνδυνο «λατινοαμερικανοποίησης» της Κίνας, ιδίως σε σχέση με την αυξανόμενη ανισότητα εισοδημάτων. Ενδεικτικά, στη χώρα το 2003 υπήρχε μόλις ένας δισεκατομμυριούχος (αξιολογημένος σε $). Το 2011 οι κινέζοι δισεκατομμυριούχοι, σύμφωνα με το περιοδικό Forbes, είχαν φτάσει τους 115 και μέχρι σήμερα ο αριθμός τους συνεχίζει να αυξάνεται. Το αποτέλεσμα αυτών των εξελίξεων είναι να προκαλούνται κοινωνικές αντιδράσεις και πιέσεις –ορισμένες φορές και βίαιες- σε διάφορες περιοχές της χώρας για αυξήσεις των αποδοχών σε φτωχούς αλλά και μεσαία αμειβόμενους εργαζόμενους, αγρότες κλπ.

Από την άλλη, το περιβαλλοντικό αντίτιμο της κινεζικής ανάπτυξης αρχίζει να γίνεται τόσο μεγάλο ώστε στο μέλλον να μη μπορεί να καταβληθεί. Έτσι, ορισμένα περιβαλλοντικά εμπόδια για τη συνέχιση της ανάπτυξης της Κίνας είναι σχεδόν ανυπέρβλητα. Π.χ. ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) εκτιμά, ότι η ατμοσφαιρική μόλυνση στην Κίνα ευθύνεται για το θάνατο 656.000 ανθρώπων ετησίως, ενώ η μόλυνση των υδάτων σκοτώνει άλλους 95.600 ανθρώπους.

Το ίδιο το κινεζικό υπουργείο Υδάτινων Πόρων εκτιμά, ότι περίπου 300 εκατομμύρια πολίτες, τα δυο τρίτα των οποίων ζουν σε αγροτικές περιοχές, εξαρτώνται από νερό το οποίο περιέχει «βλαβερές ουσίες». Η Κίνα, εξάλλου, ευθύνεται πλέον για τις μεγαλύτερες εκπομπές «αερίων του θερμοκηπίου» παγκοσμίως, γεγονός που της δημιουργεί πιέσεις από άλλες χώρες και ιδιαίτερα την ΕΕ να πάρει μέτρα. Έτσι, η ανάπτυξη της Κίνας στο μέλλον πρέπει να είναι πιο «καθαρή» από όσο στο παρελθόν, άρα και πιο ακριβή. Η κατάσταση γίνεται πιο δύσκολη από το γεγονός ότι η χώρα είναι ιδιαίτερα πυκνοκατοικημένη στα περισσότερα σημεία της, με αποτέλεσμα το φυσικό περιβάλλον στην Κίνα να έχει υποστεί ιδιαίτερα εντατική εκμετάλλευση. Σήμερα, η χώρα διαθέτει πια πολύ λίγα αποθέματα φυσικού περιβάλλοντος για να εκμεταλλευθεί, γεγονός που θα επηρεάσει την ανάπτυξή της τα επόμενα χρόνια.

Ρεπορτάζ-Ανάλυση: Πολυδεύκης Παπαδόπουλος

Θα ακολουθήσουν: Ποια μέτρα λαμβάνονται και πόσο μπορούν να ανακόψουν την πτώση των αγορών- Οι συνέπειες της κινεζικής κρίσης για την παγκόσμια ανάπτυξη και η κρίσιμη φάση που βρίσκεται η παγκόσμια οικονομία- Οι επιπτώσεις στις οικονομικές/εμπορικές σχέσεις της Ελλάδας με την Κίνα – Πόσο ρεαλιστικό είναι το σενάριο για νέα διεθνή ύφεση

Κοίταξε επίσης: «Το Σύνδρομο της Κίνας» Νο1-Οι κίνδυνοι για την παγκόσμια οικονομία

Όλες οι Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο,  στο ertnews.gr
Διάβασε όλες τις ειδήσεις μας στο Google
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
Προσοχή! Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των πληροφοριών του παραπάνω άρθρου (όχι αυτολεξεί) ή μέρους αυτών μόνο αν:
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος