Τι συμβαίνει όταν ένας από τους πιο γνωστούς και πολυβραβευμένους έλληνες κομίστες, αποφασίζει να αφήσει λίγο στην άκρη τη μοναχική αυτή δουλειά και να βουτήξει στην εξωστρέφεια της σκηνοθεσίας; Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, ίσως η καλύτερη ελληνική ταινία της χρονιάς!
Ο Γιώργος Γούσης έκανε το ντεμπούτο του στη σκηνοθεσία το 2019 με το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ «Ο Χειροπαλαιστής», το οποίο βραβεύτηκε από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, ενώ η μεταγενέστερη μεγάλου μήκους εκδοχή του έφυγε με τρία βραβεία από το φετινό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Τα «Μαγνητικά Πεδία» είναι η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του, που απέσπασε 6 βραβεία στο 62ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, είναι τώρα υποψήφια για 7 βραβεία Ίρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και προβάλλεται από αυτήν την εβδομάδα στους κινηματογράφους.
Συνέντευξη του Γιώργου Γούση στον Αλέξανδρο Ρωμανό Λιζάρδο
Τα «Μαγνητικά Πεδία» θα μπορούσαν να είναι ένα εξωστρεφές πρωτότυπο μελόδραμα. Για καλή τους τύχη, ο σκηνοθέτης (δηλαδή εσύ) είδε(ς) το ευφυές χιούμορ που φέρουν οι sui generis ήρωες κόντρα στη σκιά ενός τέλματος. Οφείλει, ακόμα και σήμερα, ο κινηματογράφος να δίνει ηρωικές στιγμές στους καταφρονημένους της ζωής;
Πάνω απ’ όλα, πιστεύω πως ο κινηματογράφος οφείλει να δίνει στιγμές στους θεατές του. Ηρωικές, αντιηρωικές, δραματικές, αστείες ή τρομαχτικές, δεν έχει σημασία, αρκεί να είναι στιγμές ειλικρίνειας και αγνής έκφρασης. Τότε μόνο και οι πιο καταφρονημένοι κινηματογραφικοί χαρακτήρες μετατρέπονται σε κινηματογραφικούς ήρωες.
Τί σε μαγνήτισε στις ζωές των χαρακτήρων σου στα «μαγνητικά πεδία»; Και πως γίνεται δύο θετικοί αντισυμβατικοί πόλοι (όπως οι χαρακτήρες σου), ενώ έλκονται… να απωθούνται;
Απωθούνται τόσο όσο, ώστε να ταξιδεύουν όχι μαζί, αλλά παράλληλα.
Η καλή τους η καρδιά με μαγνήτισε, η απλότητά τους και η λοξή ματιά που έχουν πάνω στην πραγματικότητα. Το θάρρος που είχαν να κάνουν αυτό το ταξίδι.
Τα road movies είναι μια κατηγορία που -δυστυχώς- συνήθως καταδικάζεται στο διαλογικό ή φιλοσοφικό επίπεδο των ηρώων. Πως απέφυγες αυτήν την παγίδα;
Δεν νομίζω ότι το αποφύγαμε. Απλώς νιώθουμε πως στα Μαγνητικά Πεδία, ο τρόπος που συνδιαλέγονται και φιλοσοφούν οι ήρωες μας, έχει μια αμεσότητα, χιούμορ και μια απλότητα με την οποία μπορεί να ταυτιστεί ο θεατής και να νιώσει μέρος της. Εγώ νιώθω πως είναι σαν να κρυφακούς τυχαία έναν μικρό διάλογο στην παρέα στο διπλανό τραπέζι, που δεν τους ξέρεις, κι απλώς επειδή έχει πλάκα η χημεία τους, κολλάς και αρχίζεις να δίνεις μεγαλύτερη προσοχή, γιατί θες να δεις τι θα πούνε παρακάτω.
Οι δικοί σου ήρωες έχουν ένα «δε γαμιέται η ζωή», που μόνο ευχάριστα μπορεί να σε ξαφνιάσει. Κατά τη γνώμη σου, γιατί αυτό το στοιχείο έχει εξαλειφθεί ιδιαίτερα από τη γενιά των 40άρηδων;
Νιώθω πως όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτου ηλικίας, κοινωνικής θέσης, στάτους, κούλνες κτλ, έχουν μια καθημερινότητα που αργά ή γρήγορα θα γίνει ανυπόφορη και θα θες να την αλλάξεις. Αυτή η αλλαγή, απαιτεί τρομερή ενέργεια, τρομερό θάρρος και τρομερό κόπο, που όσο μεγαλώνεις όλα αυτά εξασθενούν, γίνονται πιο δύσκολα. Οι περισσότεροι βολεύονται σε κάτι και πάνε με αυτό από εκεί και πέρα. Κάπου κάπου κάποιος βρίσκει το θάρρος να αλλάξει πορεία. Αυτός εκείνη τη στιγμή, αυτόματα γίνεται ο ήρωας μιας ιστορίας που θα θέλουν να ακούσουν όλοι οι υπόλοιποι. Στον κινηματογράφο μάς αρέσει να τα παρακολουθούμε, γιατί εμείς εκείνη την ώρα δεν διακινδυνεύουμε τίποτα. Πόσοι όμως από εμάς θα τολμούσαμε κάτι τέτοιο στην πραγματικότητά μας;
Σε λιγότερο από 3 χρόνια, οι «Χειροπαλαιστές» σου ξεχώρισαν στα βραβεία ανεξαρτήτως διάρκειας (σε μορφή μικρού και μεγάλου μήκους) και τα «Μαγνητικά Πεδία» σάρωσαν τα βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ενώ πρωταγωνιστούν και στα βραβεία της Ακαδημίας Κινηματογράφου. Σε αγχώνει το γεγονός ότι ο πήχης έχει ανέβει ήδη ψηλά για το επόμενο βήμα;
Νιώθω ευθύνη και άγχος και φόβο απέναντι στους θεατές με ό,τι φτιάχνω, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει καθόλου με τις αποτυχίες ή τις επιτυχίες. Αυτό το ένιωθα και στις δυο ταινίες που έχουμε κάνει ως τώρα, είτε το νιώθεις πάντα, είτε όχι. Τα βραβεία ανήκουν στο έργο και στους ανθρώπους που το έφτιαξαν εκείνη τη δεδομένη στιγμή, όχι σε εμένα. Εγώ τώρα είμαι ένας άλλος από εκείνον που έκανε τα Μαγνητικά Πεδία πριν 2 χρόνια, και ως άλλος, έχω τη χαρά να ξαναρχίσω από την αρχή, διατηρώντας ακριβώς τις ίδιες πιθανότητες με πριν. Και στην επιτυχία και στην αποτυχία.
Με τον Αντώνη Τσιτσιόπουλο και την Έλενα Τοπαλίδου συνεργαστήκατε και στο σενάριο, χαρίζοντας στιγμές απλότητας στον σουρεαλισμό και βαθύτατης φιλοσοφικής αναζήτησης με γλώσσα του δρόμου. Θα μπορούσαν οι ήρωες να έχουν αυτή την ελαφρότητα και το βάρος αν είχαν συλληφθεί εξολοκλήρου στο μυαλό ενός σεναριογράφου;
Εξαρτάται, πόσο καλός σεναριογράφος θα ήταν. Όπως και να ‘χει όμως, οι κάμερες καταγράφουν εικόνες και ήχο, δηλαδή ανθρώπους που υπάρχουν, εκφράζονται και καταθέτουν κάτι από την ψυχή και τη φαντασία τους. Οπότε, λίγο πολύ, εκεί, στο γύρισμα συμβαίνουν τα πράγματα. Κανένας ποτέ δεν κινηματογράφησε έναν πάκο χαρτιά με γραμμένα λόγια.
Το να χτίζεις ένα love story που η ερωτική επαφή δεν είναι αυτοσκοπός, δείχνει έναν βαθύτατα ρομαντικό άνθρωπο. Αντέχει αυτή η πάστα ανθρώπων στον ανταγωνιστικό κόσμο της τέχνης;
Μην ξεχνάτε πως ένας ρομαντικός άνθρωπος δεν είναι απαραίτητα αφελής, υπάρχει πάντα και η σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων, αυτή που μπορεί να σε κάνει παθιασμένο και ριψοκίνδυνο.
Έχουμε μια ταινία αντιφάσεων που υμνεί τη σύγκλιση. Πώς λοιπόν θα «πουλούσες» την ταινία σου σε κάποιον για να τη δει, λέγοντας κάτι πηγαία αρνητικό;
Έλα να δεις μια ταινία για δυο ανθρώπους που δεν κάνουν απολύτως τίποτα και αφήνουν τον χρόνο να κυλάει πάνω τους ώσπου να τους επαναδιαμορφώσει.
Η ταινία σου έχει διανεμηθεί από μια εταιρία που στο δυναμικό της υπάρχει μια τηλεοπτική πλατφόρμα. Πλέον κινηματογράφος και τηλεόραση εξομοιώνονται όσο ο χρόνος μετάβασης από τη μεγάλη οθόνη στη μικρή, σχεδόν ταυτίζεται. Θα ήθελες να το σχολιάσεις;
Το Cinobo δεν είναι μια πλατφόρμα με τηλεοπτικό προϊόν και σειρές όπως το Netflix, έχει καθαρά κινηματογραφικά έργα στην ταινιοθήκη του. Οπότε με έναν τρόπο κρατούν και μια διαφορετική στάση απέναντι στον μέσο όρο. Θεωρώ πως από την πλευρά του δημιουργού οφείλεις να αντιμετωπίζεις τις αφηγήσεις σου και το προϊόν που δίνεις στο κοινό, με μια βαρύτητα και μια ευθύνη προς τον θεατή, ανεξάρτητα από το μέσο προβολής ή τη φόρμα. Από εκεί και πέρα, αν οι ταινίες ολοκληρώσουν το ταξίδι τους στα σινεμά, από το να μην υπάρχουν πουθενά και να μην έχει πρόσβαση κανείς σε αυτές, με αποτέλεσμα να ξεχνιούνται, εγώ θεωρώ κέρδος το να υπάρχουν έστω σε μια πλατφόρμα, όπως στο ράφι μιας βιβλιοθήκης, για όποιον πέσει πάνω τους ή τις αναζητήσει.
Αν χρειαζόταν να μεταφέρεις σε ένα κουτί κάτι σημαντικό για εσένα, και μπορούσες να το εναποθέσεις σε οποιοδήποτε σημείο του κόσμου, ποιο θα ήταν το περιεχόμενο του κουτιού και πού θα το έδινες;
Μετά το τέλος των γυρισμάτων, εγώ και ο Κουτσαλιάρης περιφερόμασταν για 2-3 μέρες ακόμα στην Κεφαλονιά, έχοντας μέσα σε ένα κουτί παπουτσιών ό,τι πιο πολύτιμο είχαμε εκείνη την στιγμή, τις 32 miniDV κασέτες που αποτελούσαν όλο το υλικό της ταινίας. Από τον φόβο μας μην πάθουν το οτιδήποτε και χαθεί το υλικό μια για πάντα, καθώς δεν υπήρχε ψηφιακά πουθενά αλλού, το παίρναμε παντού μαζί μας οπουδήποτε πηγαίναμε, σαν δυο γραφικοί και παρανοϊκοί άνθρωποι. Ένα βράδυ που είχε καταιγίδα και κεραυνούς, ξύπνησα έντρομος και το έβαλα κάτω από το κρεβάτι μου. Όλη αυτή η καταβύθιση στην τρέλα, τελείωσε όταν το εναποθέσαμε στην ασφάλεια της αγκαλιάς του Δημήτρη Πολύζου (μοντέρ), που τις ψηφιοποίησε και πλέον δεν θα ήταν υπό εξαφάνιση. Καμιά φορά, τα όνειρα είναι τόσο βαριά που μπορεί να σε τρελάνουν.
Υπήρξε ποτέ κάποια στιγμή που μπήκες στο αμάξι σου και δεν ήξερες τον προορισμό; Αν ναι, που σε οδήγησε αυτή η εμπειρία;
Θα έλεγα πως τα γυρίσματα αυτής της ταινίας μοιάζει με αυτό που περιγράφεις, τουλάχιστον συναισθηματικά. Όταν μπήκαμε με τον Γιώργο Κουτσαλιάρη (διευθυντής φωτογραφίας) στον «Ζωρζ», το αμάξι που παίζει στα Μαγνητικά Πεδία, είχαμε ως τελικό προορισμό να γυρίσουμε μια ταινία, όμως δεν ξέραμε ποια ακριβώς ταινία θα γυρνούσαμε, δεν ξέραμε πώς θα έμοιαζε αυτός ο προορισμός, οπότε αφεθήκαμε στο ταξίδι, κι όπου μας βγάλει ο δρόμος. Η εμπειρία ήταν απελευθερωτική και ηδονιστική.
Τέλος, γιατί ενώ η εξωστρέφεια του ελληνικού κινηματογράφου είναι ενδυναμωμένη, το ελληνικό κοινό συνεχίζει να μην τον εμπιστεύεται ή να τον τιμά με τα εισιτήρια του, όπως συμβαίνει πχ. στη Γαλλία με τον γαλλικό κινηματογράφο;
Καμιά φορά νιώθω πως εμείς οι δημιουργοί, παρακοιτάμε την εξωστρέφεια του ελληνικού σινεμά, με κίνδυνο να αμελούμε εντελώς την εσωστρέφειά του και ότι μάλλον θα ήταν πιο υγιές να κινούνται τα πράγματα από μέσα προς τα έξω και όχι το ανάποδο. Στην Ελλάδα, έχουμε συχνά την τάση να θεωρούμε καλό οτιδήποτε θεωρούν καλό οι ξένοι σε εμάς, το οποίο δείχνει μια τρομερή ανασφάλεια, που δεν θα έπρεπε να έχουμε. Βέβαια, τον χειμώνα του 2021 τα σινεμά έμειναν εντελώς κλειστά, αλλά το καλοκαίρι, οι ελληνικές ταινίες τα πήγαν περίφημα στα θερινά. Φέτος, που τον χειμώνα τα σινεμά ήταν ανοιχτά, όλες οι ταινίες, ελληνικές και ξένες, υπέφεραν από την απουσία κοινού, κάτι που όμως βασίζεται σε ένα μεγάλο ποσοστό σε άλλους παράγοντες. Αν φέτος το καλοκαίρι γίνει ό,τι και πέρσι, νομίζω πως θα είναι πλέον φανερό πως το κοινό είναι θετικά προσκείμενο προς το ελληνικό σινεμά, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι παλαιότερα και σιγά σιγά έχει αρχίσει να το εμπιστεύεται.
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος