Άνθρωποι σε όλο τον πλανήτη είναι πιθανόν να χάσουν από 50 έως 58 ώρες ύπνου τον χρόνο έως το 2099, εξαιτίας της κλιματικής κρίσης, όπως αποκαλύπτει νέα μελέτη.
Ερευνητές χρησιμοποίησαν βραχιολάκια με ενσωματωμένα επιταχυνσιόμετρα για να μετρήσουν τη διάρκεια και το χρονοδιάγραμμα του ύπνου σε περισσότερους από 47.000 ενήλικες σε 68 χώρες, για ένα διάστημα κατά μέσο όρο έξι μηνών, στα πλαίσια μελέτης η οποία δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση One Earth.
Σύμφωνα με το Εθνικό Ίδρυμα Ύπνου των ΗΠΑ , οι ενήλικοι πρέπει να κοιμούνται επτά με εννέα ώρες. Όπως κατέδειξε η μελέτη, η πιθανότητα να κοιμούνται λιγότερο από επτά ώρες αυξάνεται κατά 3,5%, εάν η ελάχιστη εξωτερική θερμοκρασία κατά τη διάρκεια της νύχτας ξεπερνάει τους 25 βαθμούς Κελσίου, σε σύγκριση με τη θερμοκρασία αναφοράς (5 έως 10 βαθμοί Κελσίου).
«Η απώλεια ύπνου κατά 3,5% μπορεί αρχικά να φαίνεται μικρό ποσοστό, όμως αθροίζεται», σημειώνει η Άλεξ Αγκοστίνι, λέκτορας στο τμήμα Νομικής και Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου της Νότιας Αυστραλίας στην Αδελαΐδα. Η Άλεξ Αγκοστίνι δεν συμμετείχε στη μελέτη.
Όταν οι ενήλικες δεν κοιμούνται αρκετά, μπορεί να εμφανίσουν προβλήματα συγκέντρωσης, λέει η Αγκοστίνι. Στις μακροπρόθεσμες συνέπειες περιλαμβάνεται ο αυξημένος κίνδυνος για ζητήματα υγείας, όπως καρδιαγγειακές και γαστρεντερολογικές παθήσεις, προσθέτει η ίδια.
«Πολλοί έχουμε ξενυχτήσει σε κάποιες περιόδους της ζωής μας. Φανταστείτε να το κάνατε αυτό οκτώ φορές. Πώς θα νιώθατε;», συνεχίζει η Αγκοστίνι.
Μία μόνο νύχτα με θερμοκρασίες που ξεπερνούν τους 30 βαθμούς Κελσίου μειώνει τη διάρκεια του ύπνου περίπου κατά ένα τέταρτο της ώρας, σημειώνει ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Κέλτον Μάινορ, υποψήφιος διδάκτορας στο Κέντρο Κοινωνικών Δεδομένων του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης.
Ωστόσο, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία χάνουν διπλάσια ποσότητα ύπνου ανά επιπλέον βαθμό, σε σύγκριση με νέους ή μεσήλικες ενήλικες. Επιπλέον, η μελέτη κατέδειξε πως η απώλεια ύπνου ήταν τρεις φορές μεγαλύτερη για ηλικιωμένους σε περιοχές με χαμηλότερα εισοδήματα σε σύγκριση με περιοχές με υψηλότερα εισοδήματα. Ο Μάινορ επισημαίνει πως οι γυναίκες επηρεάζονται από τις αυξανόμενες θερμοκρασίες κατά 25% περισσότερο απ’ ό,τι οι άντρες.
Λίγες οι πιθανότητες προσαρμογής στη ζέστη
Σύμφωνα με την έρευνα, όσοι ζουν σε πιο θερμά κλίματα κοιμούνται λιγότερο ανά επιπλέον βαθμό θερμοκρασίας, σε σύγκριση με εκείνους στα πιο κρύα κλίματα. Επιπλέον, τα στοιχεία καταδεικνύουν πως προσαρμοζόμαστε καλύτερα σε πιο κρύα κλίματα παρά σε ζεστά. Η μεγαλύτερη απώλεια ύπνου στα πιο ζεστά μέρη οδηγεί στο συμπέρασμα πως οι άνθρωποι δεν μπορούν να προσαρμοστούν εύκολα σε πιο υψηλές θερμοκρασίες, σημειώνει ο Μάινορ.
Καθώς οι θερμοκρασίες συνεχίζουν να ανεβαίνουν εξαιτίας της υπερθέρμανσης του πλανήτη, ο Μάινορ εκτιμά πως η απώλεια ύπνου θα αυξηθεί με πιο γρήγορο ρυθμό σε περιοχές που ήδη έχουν ζεστό κλίμα.
Σύμφωνα με τη μελέτη, φαίνεται πως δεν μπορούμε να προσαρμοστούμε στη ζέστη. Οι ερευνητές συνέκριναν την διάρκεια του ύπνου στην αρχή του καλοκαιριού, όταν οι άνθρωποι ήταν λιγότερο εξοικειωμένοι με τη ζέστη, και κατά το τέλος του καλοκαιριού, όταν είχαν συνηθίσει τις υψηλές θερμοκρασίες, και βρήκαν πως η διάρκεια του ύπνου παρέμενε η ίδια.
Όπως επισημαίνει ο Μάινορ, αυτό καταδεικνύει πως δεν μπορούμε να προσαρμοστούμε σε υψηλότερες θερμοκρασίες με το πέρασμα του χρόνου. Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, οι άνθρωποι δεν ανακτούσαν τον ύπνο που έχαναν κατά τη διάρκεια μιας ζεστής νύχτας, τις δύο εβδομάδες που ακολουθούσαν μια κατακόρυφη αύξηση της θερμοκρασίας.
Το κόστος των υψηλότερων θερμοκρασιών
Περίπου το ένα τρίτο της ζωής μας κοιμόμαστε, ωστόσο, αυξανόμενος αριθμός ατόμων δεν κοιμάται αρκετά, τονίζει ο Μάινορ. Το ένα τρίτο των ενηλίκων στις ΗΠΑ αναφέρει πως συνήθως κοιμάται λιγότερο από επτά με εννέα ώρες, σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων των ΗΠΑ.
«Πολλοί από εμάς ήδη δεν κοιμόμαστε αρκετά, και οι διαταραχές του ύπνου που σχετίζονται με την υπερθέρμανση του πλανήτη θα μπορούσαν να έχουν σοβαρές συνέπειες στην υγεία και την ευζωία μας», αναφέρει η Αγκοστίνι.
Όταν ετοιμαζόμαστε για ύπνο, η θερμοκρασία του σώματός μας πέφτει. Εάν η θερμοκρασία περιβάλλοντος είναι πιο υψηλή, δυσχεραίνει αυτή την πτώση της θερμοκρασίας, και ίσως δυσκολευτούμε να κοιμηθούμε, διευκρινίζει η ίδια.
Όπως σημειώνει η Αγκοστίνι, ο κλιματισμός βοηθάει τους ανθρώπους να προσαρμοστούν σε πιο υψηλές θερμοκρασίες, όμως δεν αποτελεί βιώσιμη, μακροπρόθεσμη λύση.
Σύμφωνα με τον Μάινορ, οι άνθρωποι που ζουν σε χώρες με χαμηλότερα εισοδήματα έχουν περιορισμένη πρόσβαση σε κλιματισμό, κάτι που διευρύνει περαιτέρω τις ανισότητες.
Επιπλέον, τα κλιματιστικά εκπέμπουν αέρια του θερμοκηπίου, τα οποία αυξάνουν την υπερθέρμανση του πλανήτη, αναφέρει η Αγκοστίνι.
«Η καλύτερη λύση είναι ο φιλικός προς το περιβάλλον σχεδιασμός κτιρίων και οι μεταρρυθμίσεις με στόχο την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη», τονίζει η ίδια.
ΠΗΓΗ:CNN
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος