Η μαρτυρία του Γιώργου Χατζηελευθερίου
του Θωμά Σίδερη
Τα τελευταία χρόνια του κράτους των Κομνηνών, και ειδικά μετά την κατάκτησήτου από τους Οθωμανούς, πολλοί Πόντιοι κατέφυγαν στην ενδοχώρα και έτσι δημιουργήθηκαν νέοι οικισμοί, όπως η Γκιουμουσχανέ (Αργυρούπολη μετά) στην περιοχή του Κάνι ποταμού, περιοχή Χαλδίας τον 15ο αιώνα. Η περιοχή είχε μεταλλεία αργύρου και οι κάτοικοι κατάφεραν να αποκτήσουν πολλά προνόμια. Ο σουλτάνος Μουράτ (1575-1595) τους απάλλαξε από φόρους, αγγαρείες, διώξεις. Παρόλα αυτά οι συνθήκες ζωής ήταν πολύ δύσκολες.
Όταν μειώθηκε σημαντικά η απόδοση των μεταλλείων, οι κάτοικοι μετακινήθηκαν στον χώρο: σε άλλες μεταλλοφόρες περιοχές αλλά και στα πεδινά προκειμένου να ασχοληθούν με την κτηνοτροφία. Κά
Μέσα στο πλαίσιο αυτών των μετακινήσεων, άρχισαν να δημιουργούνται οικιστικοί θύλακες στην ευρύτερη περιοχή του Απές, σε απάτητες και δασώδεις περιοχές, προκειμένου να αποφύγουν τον έλεγχο των Οθωμανών. Είναι πολύ πιθανόν και οι πρόγονοι του Γιώργου Χατζηελευθερίου να ακολούθησαν αυτή τη μακραίωνη διαδρομή μακριά, από το «μάτι του Τούρκου».
Από το Απές στο Κερατσίνι
Ο ξεριζωμός της οικογένειάς μου άρχισε νωρίς, το 1916. Καταγόμαστε από την περιοχή του Απές, ένα σύμπλεγμα 22 χωριών στη Νικόπολη, στην ενδοχώρα.
Κάποιοι πέρασαν στα εδάφη πέρα από τον Καύκασο στις απαρχές του 18ου αιώνα.
Τους άντρες τούς στέλνανε στα Αμελέ Ταμπουρού, τα τάγματα αναγκαστικής εργασίας, ή σε διάφορες εξορίες στα βάθη της Ασίας. Μεταξύ αυτών ήταν ο παππούς μου και ο προπάππους μου. Η γιαγιά μου έμεινε μόνη της με τον πατέρα μου, που τότε ήταν επτά χρόνων. Άρχισαν να περιπλανώνται στο νομό Σεβάστειας, πολλές φορές ζητιανεύοντας, ενώ ήταν μια πολύ ευκατάστατη οικογένεια στο χωριό τους.
Από τον Πόντο φύγανε το 1923 και μέσω Πάργας καταλήξανε –δεν ξέρω πώς- στην περιοχή της Ευγένειας, στο Κερατσίνι. Η γιαγιά μου ήτανε τότε 35 ετών και ο πατέρας μου 14 χρόνων. Ο πατέρας μου, έφηβος ακόμα, άρχισε να κάνει τον λούστρο. Σιγά σιγά κατάφεραν να σηκώσουν μια παράγκα με χωματόπλινθες, κερπίτσια τα λέμε στον Πόντο, χώμα και άχυρο μόνο. Άλλου κάνανε παράγκες με ξύλα, άλλα με λαμαρίνες, και τη στέγη έβαζαν το πισσόχαρτο. Ο ένας βοηθούσε τον άλλον και ειδικά οι Πόντιοι έχουν ένα μεγάλο αγαθό, την αλληλεγγύη. Σε εκείνες τις συνθήκες την είχανε πολύ μεγάλη ανάγκη. Οι ντόπιοι τούς φώναζαν τουρκόσπορους, όταν στα ακριτικά έπη χαρακτηρίζονταν «τραντέλλενες», δηλαδή τριάντα φορές Έλληνες.
Τα χαψία
Η γιαγιά μου έλεγε συχνά: «Ας αταν ντε παίρναμε, ας η γη τη Θεού και ας αζάμονε, εγίναμε πολλά καλά», δηλαδή από αυτά που παίρναμε, απ’ τη γη του Θεού και απ’ τα ζώα μας, ζούσαμε πολύ καλά. Όταν ήρθαν οι Πόντιοι στη Δραπετσώνα, και βγαίνανε και πουλάγανε τα χαψία, φωνάζοντας «χαψία, χαψία», οι ντόπιοι δεν τ’ αγοράζανε, τα δίνανε στις γάτες. Μόνο αναρωτιόντουσαν «μα είναι τόσο νόστιμα που τα τρώνε συνεχώς οι Πόντιοι»; Πάνω από είκοσι φαγητά φτιάχναμε με τα χαψία:
χαψολάβασα, χαψοφούστουρον, χαψοκολόκυθο… Τα χαψία δεν τ’ άφησε παραπονεμένα και η λαϊκή μούσα: «Χαψία, χαψία», λέγανε οι Σουρμενίτες, «φατέστε σκύλοι, παιδία, γιατί έμορφα μαγείρευέ τα η θεία μου Ευδοξία».
Η γιαγιά μου έλεγε για το γάλο πως είναι το καλύτερο διατροφικό αγίασμα, γιατί από αυτό δημιουργούσαν πολλά προϊόντα: το γιαούρτο, το ξύγαλα, το υλιστόν, τα τσορτάνε…
Τα μέρη μας ήτανε άγονα και είχανε υψόμετρο, 1.500 με 2.000 μέτρα. Οι κάτοικοι που κατέφυγαν εκεί είχαν τις ρίζες τους στην Αργυρούπολη, εκεί δηλαδή που ήτανε τα μεταλλεία και βγάζανε τον άργυρο. Από εκεί πήρε και το όνομά της η πόλη. Περίπου στα μισά του 17ου αιώνα, όταν στέρεψαν τα μεταλλεία, άρχισαν να φεύγουν από τον τόπο τους. Όσοι ήταν μεταλλουργοί πήγαν σε περιοχές μεταλλείων, όπως το Ακ Ντάγ Μαντέν, και άλλοι που ήτανε γεωργοί, μετακινήθηκαν σε περιοχές με καλλιέργειες. Οι πιο πολλοί όμως κατέφυγαν στα βουνά για να γλιτώσουν από τις επιδρομές των Τσετών.
Ο γενίτσαρος και η χριστιανή
Η γιαγιά μου διηγούταν συχνά μια ιστορία. Υπήρχε κάποιο αγόρι που γεννήθηκε σε διπλανό χωριό από το δικό τους. Η οικογένειά του ήτανε πολύ φτωχή. Όταν κάποια φορά το ζήτησε ένας Τούρκος πλούσιος να το μεγαλώσει επειδή δεν είχε δικά του παιδιά, οι γονείς του το ‘δωσαν με βαριά καρδιά. Το πήρε λοιπόν ο Τούρκος και το μεγάλωσε με πολύ αυστηρές αρχές. Έγινε ένας σκληρός γενίτσαρος.
Παραδίπλα, ήταν ένα άλλο χωριό, οι περισσότεροι κάτοικοι του οποίου ήταν κρυπτοχριστιανοί. Είχανε έναν αχυρώνα στην άκρη του χωριού και τα βράδια ο αχυρώνας αυτός γινότανε εκκλησία. Ο πρόεδρος του χωριού είχε μια κόρη, πολύ όμορφη κοπέλα. Κάποια στιγμή λοιπόν αποφάσισε να τη φέρει σε επαφή με τον γενίτσαρο, μήπως και την ερωτευτεί και καταφέρει έτσι να τον ξαναφέρει στο δρόμο του χριστιανισμού.
Όταν αντάμωσαν οι δυο νέοι, χριστιανή εκείνη, γενίτσαρος αυτός, ερωτευτήκανε και γρήγορα παντρευτήκανε. Ο πατέρας της έβαλε κάποιους όρους στον γαμπρό του: ότι θα τον αφήνει να τους επισκέπτεται στο σπιτικό τους και ότι όποτε η γυναίκα του ήθελε να πηγαίνει στο πατρικό της και να βλέπει τον πατέρα της, ο άντρας της δε θα έφερνε αντίρρηση.
Έτσι κι έγινε τον πρώτο καιρό. Μέχρι που το ζευγάρι απέκτησε ένα παιδί. Ο παππούς του, που ήτανε και πρόεδρος του χωριού, ήθελε να το βαφτίσει χριστιανό. Με τον γαμπρό του όμως κοντά, δεν μπορούσε να γίνει αυτό. Τότε σκαρφίστηκε ένα κόλπο. Πιάνει τον γαμπρό του και του λέει πως είναι ανάγκη να μεταφέρει κάποια έγγραφα στο τουρκικό διοικητήριο, που ήτανε απόσταση δυο και τριών ημερών από το χωριό. Για να τον πείσει να του κάνει την εξυπηρέτηση, του είπε πως δεν εμπιστεύεται κανέναν άλλον, εξόν από αυτόν, που είναι και γαμπρός του.
«Θα πάρεις και τον Μεμέτ παρέα μαζί σου και θα πάτε», του λέει. Ο Μεμέτ ήταν ένας Τούρκος τσοπάνος του χωριού. Ξεκινήσανε λοιπόν οι δυο τους να πάνε την τουρκική Διοίκηση. Ήτανε όμως χειμώνας καιρός, κοντεύανε Χριστούγεννα, και στον δρόμο συναντήσανε πολλά εμπόδια. Φτάσανε σ’ ένα ποτάμι, που από τα πολλά νερά που κατέβαζε το βουνό, δεν μπορούσανε να το περάσουνε. Η γέφυρα που θα τους βοηθούσε να περάσουνε απέναντι είχε βουλιάξει κάτω από το ορμητικό νερό. Προσπάθησε ο Μεμέτ να περάσει πρώτος, τον πήρανε όμως τα νερά και χάθηκε. Ο γενίτσαρος κατάλαβε τότε πως ήτανε αδύνατο να συνεχίσει και αποφάσισε να γυρίσει πίσω στο χωριό.
Στο μεταξύ, οι κάτοικοι του χωριού ετοιμάζονταν να βαφτίσουν το μικρό αγόρι. Γυρίζει ο γενίτσαρος πίσω και βρίσκει ένα έρημο χωριό. Κανένας κάτοικος πουθενά και άκρα ησυχία. Βλέπει στο χιόνι πάνω κάτι πατημασιές κι αποφασίζει να τις ακολουθήσει. Χωρίς να καταλαβαίνει κι ο ίδιος πού πηγαίνει, φτάνει κοντά στον αχυρώνα. Ο παππούς του αγοριού είχε βάλει δυο φρουρούς να τον φυλάνε. Μόλις όμως είδανε τον γενίτσαρο, κατάλαβαν πως ήταν αργά να ειδοποιήσουν και το ‘βαλαν στα πόδια. Φτάνει ο γενίτσαρος έξω από τον αχυρώνα, αφουγκράζεται και ακούει ψαλμωδίες. Από έναν μικρό φεγγίτη βλέπει τη γυναίκα του και τον πεθερό του. Βλέπει και τον γιο του έτοιμο να βουτήξει στην κολυμπήθρα. Γίνεται έξω φρενών. Μπαίνει στον αχυρώνα και αρχίζει να απειλεί θεούς και δαίμονες. Λέει μπροστά σε όλους ότι θα τους καρφώσει στους Τούρκους και ότι την επαύριον όλοι θα θανατωθούν. Για τους κρυπτοχριστιανούς υπήρχε μόνο μια ποινή: ο θάνατος.
Τον πλησιάζει ο πεθερός του, βγάζει από την τσέπη του ένα μικρό κουτί και του το δίνει. «Άνοιξέ το» του λέει. «Εδώ μέσα θα βρεις το πειστήριο ότι κι εσύ είσαι βαφτισμένος χριστιανός. Να εδώ λέει και το όνομα του νονού σου». Ο γενίτσαρος έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του, κόντεψε να πάθει συγκοπή. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε βαφτιστεί χριστιανός. Τον παίρνει απόμερα ο πεθερός του και του λέει: «Αυτό που πρέπει να κάνεις τώρα είναι ένα πας σε κείνο το μοναστήρι που έχει φυλαγμένο σε μια κρύπτη το εικόνισμα της Παναγίας. Θα μείνεις εκεί μερικές μέρες και όταν με το καλό ηρεμήσεις και καταλάβεις τι έχει συμβεί στη ζωή σου, τότε θα έρθεις και πάλι κοντά μας. Εμείς θα σε περιμένουμε να γυρίσεις κοντά μας χριστιανός».
Ο γενίτσαρος τον άκουγε και δε μίλαγε. Κάποια στιγμή, γύρισε την πλάτη και κίνησε να φύγει. Τότε ο πεθερός του τού λέει: «Σαν φτάσεις στο σταυροδρόμι, ο ένας δρόμος πηγαίνει για το Μοναστήρι και ο άλλος για την τουρκική Διοίκηση. Αν παρόλα αυτά που σου ‘πα, πάρεις τον δεύτερο, τότε θα βγάλω το πιστόλι μου και θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια. Γιατί, δεν είναι μόνο ο παιδί σου που κινδυνεύει, είναι και όλοι αυτοί οι άνθρωποι που κρέμονται από μένα». Ο γενίτσαρος χωρίς να πει τίποτα βγήκε από τον αχυρώνα. Οι άλλοι τρέξανε ξοπίσω του. Μόλις έφτασε στο σταυροδρόμι, κοντοστάθηκε λίγο και χωρίς να το πολυσκεφτεί πήρε τον δρόμο που είχε πάρει και πρωτύτερα: αυτόν που πήγαινε κατευθείαν στο τουρκικό Διοικητήριο.
Ο πρόεδρος του χωριού έκανε ένα νεύμα στους φρουρούς του και μόλις απομακρύνθηκε λίγο, τον πυροβόλησαν. Ήταν σκληρή η πράξη του, πιο δύσκολη όμως η απόφασή του: να στερήσει από την κόρη του τον άντρα της και από το εγγόνι του τον πατέρα του. Για να προφυλάξει όμως αυτούς και συνάμα ολάκερο το χωριό, έπρεπε να κάνει αυτό που έκανε. Ο Πόντιος δεν πολεμάει για τον εαυτό του, αλλά για τους άλλους.
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος