Σημείο καμπής στην ιστορία της καραντίνας ήταν η ταυτοποίηση των παθογόνων μικροοργανισμών των πιο επικίνδυνων επιδημικών νόσων, τον 19ο και τον 20ο αιώνα. Σε διεθνές επίπεδο, ξεκίνησε η λήψη προληπτικών μέτρων ανάλογα με το είδος της νόσου (χολέρα, πανώλη, κίτρινος πυρετός). Υπό το φως των νέων ανακαλύψεων, το 11ο Συνέδριο Υγιεινής (1903) ενέκρινε αναδιάρθρωση των διεθνών κανονισμών, όπου υπογράφηκε συνθήκη 184 άρθρων.
Γρίπη
Το 1911, η ενδέκατη έκδοση της εγκυκλοπαίδειας Britannica υπογράμμιζε πως «τα παλιά προληπτικά μέτρα κράτησης πλοίων και ανθρώπων ανήκαν στο παρελθόν». Εκείνη την εποχή, η μάχη ενάντια στις μεταδοτικές ασθένειες έδειχνε νικηφόρα, και οι παλιές πρακτικές φαίνονταν πως θα αποτελούσαν πλέον απαρχαιωμένη επιστημονική πλάνη. Κανείς δεν περίμενε πως εντός λίγων ετών, πολλά έθνη θα αναγκάζονταν να επιβάλουν εκ νέου έκτακτα μέτρα ενάντια σε μια τρομερή υγειονομική πρόκληση: την πανδημία της γρίπης, που χτύπησε τον κόσμο σε τρία κύματα, τα έτη 1918-1919. Τότε, το αίτιο της νόσου ήταν άγνωστο. Οι περισσότεροι επιστήμονες πίστευαν πως ο παθογόνος παράγοντας ήταν ένα βακτήριο, ο αιμόφιλος της γρίπης Haemophilus influenzae, που ταυτοποιήθηκε το 1892 από τον Γερμανό μικροβιολόγο Ρίτσαρντ Φάιφερ.
Τη διετία 1918-1919, σε έναν κόσμο χωρισμένο στα δύο από τον πόλεμο, τα πολυεθνικά υγεινομικά συστήματα επιτήρησης, που είχαν δημιουργηθεί με επίπονη προσπάθεια τις προηγούμενες δεκαετίες σε Ευρώπη και ΗΠΑ, δεν κατάφεραν να βοηθήσουν στον έλεγχο της πανδημίας της γρίπης. Ο προκάτοχος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, ο Διεθνής Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (Office International d’Hygiène Publique) με έδρα το Παρίσι, δεν μπόρεσε να συμβάλει στην καταπολέμηση της πανδημίας.
Στην αρχή, οι αξιωματούχοι απομόνωναν τους στρατιώτες με συμπτώματα, όμως η νόσος, που ήταν εξαιρετικά μολυσματική, μεταδόθηκε ταχύτατα, μολύνοντας ανθρώπους σχεδόν σε όλες τις χώρες. Δοκιμάστηκαν διάφοροι τρόποι αντιμετώπισης της πανδημίας. Υγειονομικές αρχές σε μεγάλες πόλεις του δυτικού κόσμου επέβαλαν μια σειρά από μέτρα περιορισμού της εξάπλωσης της νόσου, μεταξύ των οποίων το κλείσιμο σχολείων, εκκλησιών, θεάτρων και την απαγόρευση δημόσιων συγκεντρώσεων. Στο Παρίσι, αναβλήθηκε ένα αθλητικό γεγονός, στο οποίο θα συμμετείχαν 10.000 νέοι. Το Πανεπιστήμιο Γέιλ ακύρωσε όλες τις συγκεντρώσεις στις εγκαταστάσεις του και κάποιες εκκλησίες στην Ιταλία ανέστειλαν εξομολογήσεις και κηδείες. Οι γιατροί ενθάρρυναν τη λήψη μέτρων, όπως μέτρα αναπνευστικής υγιεινής και κοινωνική αποστασιοποίηση. Ωστόσο, τα μέτρα επιβλήθηκαν πολύ αργά και ασυντόνιστα, ειδικά σε περιοχές που πλήττονταν από τον πόλεμο, όπου τα μέτρα (για παράδειγμα ταξιδιωτικοί περιορισμοί, συνοριακοί έλεγχοι) δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν, σε μια περίοδο κατά την οποία η μετακίνηση των στρατιωτών διευκόλυνε τη διασπορά του ιού.
Στην Ιταλία, η οποία μαζί με την Πορτογαλία είχαν το μεγαλύτερο ποσοστό θνησιμότητας στην Ευρώπη, τα σχολεία έκλεισαν με την πρώτη περίπτωση ασυνήθιστα σοβαρής αιμορραγικής πνευμονίας. Ωστόσο, μεταξύ των αρχών υπήρχε ασυμφωνία ως προς το πότε έπρεπε να κλείσουν τα σχολεία. Οι αποφάσεις των υγειονομικών αρχών φαίνονταν να επικεντρώνονται περισσότερο στο να καθησυχάσουν τον κόσμο ότι γίνονταν προσπάθειες να σταματήσουν τη μετάδοση του ιού, παρά στο να σταματήσουν τη μετάδοσή του. Σε πολλές χώρες επιβλήθηκαν μέτρα που είχαν δυσανάλογες συνέπειες σε εθνοτικές και περιθωριοποιημένες ομάδες. Σε κτήσεις όπως η Νέα Καληδονία, οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί επηρέασαν τους τοπικούς πληθυσμούς.
Παράλληλα, άρχισε να διαφαίνεται ο ρόλος που επρόκειτο να παίξουν μελλοντικά τα μέσα ενημέρωσης στην επιρροή της κοινής γνώμης. Οι εφημερίδες πήραν αντιφατικές θέσεις απέναντι στα υγειονομικά μέτρα και συνέβαλαν στην εξάπλωση του πανικού. Η μεγαλύτερη και πιο επιδραστική εφημερίδα της Ιταλίας, η Corriere della Sera, υποχρεώθηκε από τις αρχές να σταματήσει να αναφέρει τον αριθμό θανάτων στο Μιλάνο (150-180 θάνατοι/μέρα), επειδή προκαλούσε μεγάλη αγωνία στους πολίτες.
Σε χώρες που επλήγησαν από τον πόλεμο, η λογοκρισία προκάλεσε έλλειμμα επικοινωνίας και διαφάνειας αναφορικά με τη διαδικασία λήψης αποφάσεων, οδηγώντας σε σύγχυση και παρανόηση των μέτρων και των εργαλείων για τον έλεγχο της νόσου (για παράδειγμα, στην Ιταλία αποκαλούσαν ειρωνικά τις μάσκες «φίμωτρο»).
Κατά τη δεύτερη πανδημία της γρίπης του 20ού αιώνα, την πανδημία της «ασιατικής γρίπης» (1957-1958), κάποιες χώρες επέβαλαν μέτρα για να ελέγξουν τη διασπορά της νόσου. Η νόσηση ήταν σε γενικές γραμμές ηπιότερη από εκείνη της γρίπης του 1918, και πλέον οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Η κατανόηση της γρίπης είχε εξελιχθεί πολύ. Ο παθογόνος παράγοντας είχε ταυτοποιηθεί το 1933, υπήρχαν διαθέσιμα εμβόλια για εποχικές επιδημίες και αντιμικροβιακά φάρμακα για την αντιμετώπιση των επιπλοκών. Επιπρόσθετα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας είχε δημιουργήσει ένα διεθνές δίκτυο παρακολούθησης της γρίπης και προειδοποίησε έγκαιρα όταν ο νέος ιός της γρίπης (H2N2) άρχισε να εξαπλώνεται στην Κίνα τον Φεβρουάριο του 1957. Αργότερα την ίδια χρονιά εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο.
Τα εμβόλια είχαν αναπτυχθεί σε χώρες της Δύσης, όμως δεν ήταν ακόμα διαθέσιμα όταν άρχισε να επεκτείνεται η πανδημία ταυτόχρονα με το άνοιγμα των σχολείων σε πολλές χώρες. Τα περιοριστικά μέτρα (κλείσιμο ιδρυμάτων και βρεφοκομείων, απαγόρευση δημόσιων συγκεντρώσεων) διέφεραν από χώρα σε χώρα. Ωστόσο, στην καλύτερη περίπτωση, απλώς ανέβαλαν την εισβολή της νόσου για μερικές εβδομάδες. Το ίδιο σενάριο επαναλήφθηκε κατά την πανδημία της γρίπης Α (H3N2) (1968-1969), την τρίτη και πιο ήπια πανδημία γρίπης του 20ού αιώνα. Ο ιός εντοπίστηκε πρώτη φορά στο Χονγκ Κονγκ στις αρχές του 1968. Στις ΗΠΑ εισήχθη τον Σεπτέμβριο του 1968 από πεζοναύτες που επέστρεφαν από το Βιετνάμ. Τον χειμώνα του 1968-1969, ο ιός μεταδόθηκε σε όλο τον κόσμο. Οι επιπτώσεις ήταν περιορισμένες και δεν ελήφθησαν συγκεκριμένα περιοριστικά μέτρα.
Στις αρχές του 21ου αιώνα άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της καραντίνας, όταν «αναστήθηκαν» τα παραδοσιακά περιοριστικά μέτρα ενόψει της παγκόσμιας κρίσης εξαιτίας της ανάδυσης του SARS, μιας ιδιαίτερα επικίνδυνης απειλής διεθνώς για τη δημόσια υγεία. Ο SARS, που ξεκίνησε από την επαρχία Γκουανγκντόνγκ της Κίνας το 2003, εξαπλώθηκε λόγω των ταξιδιών με αεροπλάνο και γρήγορα αποτέλεσε παγκόσμια απειλή εξαιτίας της ταχείας μεταδοτικότητας και του υψηλού ποσοστού θνησιμότητας. Επίσης, ο γενικός πληθυσμός δεν είχε αντισώματα, δεν υπήρχαν αποτελεσματικά αντιικά φάρμακα ούτε εμβόλιο. Ωστόσο, σε σύγκριση με τη γρίπη, ο SARS είχε χαμηλότερη μολυσματικότητα και μεγαλύτερη περίοδο επώασης, παρέχοντας χρόνο για την επιβολή περιοριστικών μέτρων που απέδωσαν καλά. Οι στρατηγικές διέφεραν στις χώρες που χτυπήθηκαν περισσότερο από τον SARS (Κίνα, Χονγκ Κονγκ, Σιγκαπούρη, Καναδάς). Στον Καναδά, οι υγειονομικές αρχές ζήτησαν από όσους μπορεί να είχαν εκτεθεί στον ιό να παραμείνουν εθελοντικά σε καραντίνα.
Στην Κίνα, η αστυνομία απομόνωσε κτίρια, δημιούργησε σημεία ελέγχου στους δρόμους, ενώ έφτασε να εγκαταστήσει μέχρι και κάμερες σε σπίτια. Ο έλεγχος ατόμων χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων ήταν πιο αυστηρός (οι επικεφαλής επαρχιών είχαν το δικαίωμα να απομονώνουν εργάτες από πληγείσες περιοχές). Σε κάποιες περιοχές, αξιωματούχοι επέβαλαν κατασταλτικά μέτρα, κάνοντας χρήση νόμων με ακραίες ποινές (μεταξύ των οποίων και θανατική ποινή), εναντίον όσων παραβίαζαν την καραντίνα. Όπως και στο παρελθόν, οι στρατηγικές που υιοθέτησαν κάποιες χώρες σε αυτή την κατάσταση έκτακτης ανάγκης, συνέβαλαν στις διακρίσεις και στον στιγματισμό ατόμων και κοινοτήτων, προκαλώντας διαμαρτυρίες ενάντια στα περιοριστικά μέτρα και στους ταξιδιωτικούς περιορισμούς.
Έχουν περάσει πάνω από πεντακόσια χρόνια από τότε που η καραντίνα αποτέλεσε για πρώτη φορά τον πυρήνα της στρατηγικής για τον περιορισμό της έξαρσης μεταδοτικών ασθενειών, και τα παραδοσιακά εργαλεία δημόσιας υγείας προσαρμόζονται στη φύση κάθε νόσου και στον βαθμό επικινδυνότητας μετάδοσής της.
Η ιστορία της καραντίνας -πώς ξεκίνησε, πώς την ασκούσαν στον παρελθόν και πώς εφαρμόζεται στη σύγχρονη εποχή- αποτελεί συναρπαστικό θέμα στην ιστορία της υγιεινής. Στο πέρασμα των αιώνων, από την εποχή της μαύρης πανώλης μέχρι τις πρώτες πανδημίες του 20ού αιώνα, τα μέτρα ελέγχου για τη δημόσια υγεία έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μείωση της επαφής νοσούντων με ευάλωτα άτομα. Με δεδομένη την απουσία κατάλληλης φαρμακευτικής παρέμβασης, τέτοιου είδους μέτρα βοήθησαν στον περιορισμό της μόλυνσης, καθυστέρησαν την εξάπλωση της νόσου, απέτρεψαν τον πανικό και τον θάνατο και διατήρησαν τις κοινωνικές δομές.
Η εμπιστοσύνη του πληθυσμού πρέπει να κερδηθεί μέσω της συχνής, διαφανούς και σφαιρικής ενημέρωσης, που συμβάλλει στην εξισορρόπηση μεταξύ των κινδύνων και των οφελών των παρεμβάσεων για την προστασία της δημόσιας υγείας. Για τον επιτυχημένο χειρισμό καταστάσεων έκτακτης ανάγκης της δημόσιας υγείας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα πολύτιμα μαθήματα του παρελθόντος.
ΠΗΓΗ:Lessons from the History of Quarantine, from Plague to Influenza A
Εουτζένια Τονιότι (Εugenia Tognotti)
Διαβάστε ακόμη
H ιστορία της καραντίνας [ Μέρος 1ο]
H ιστορία της καραντίνας [ Μέρος 2ο]
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος