ΜΙΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ, ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ
Επιμέλεια: Μαρία Σφυρόερα
Ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο αρκετά χρόνια πριν, έχοντας την πρόθεση να καλύψω επιστημονικά κενά στην υπάρχουσα θεατρολογική έρευνα στον τομέα του ιταλικού θεάτρου. Το έργο αυτό δεν απευθύνεται μόνο σε σπουδαστές, φοιτητές ή ερευνητές που ασχολούνται με το αντικείμενο, αλλά και σε όσους επιθυμούν να μάθουν για τις πολιτιστικές και καλλιτεχνικές εξελίξεις στην Ελλάδα κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, καθώς σε όσους ενδιαφέρονται για το ελληνικό και το ιταλικό θέατρο. Επίσης καταγράφονται σημαντικά στοιχεία για τον “θεατρικό” βίο των μεγάλων ελληνίδων πρωταγωνιστριών, Μαρίκας Κοτοπούλη και Κυβέλης Ανδριανού.
Θέλησα να παρουσιάσω όσο το δυνατόν πληρέστερα τον χάρτη της σύγχρονης ιταλικής δραματουργίας στην Ελλάδα κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Ο στόχος μου ήταν να φωτιστεί η σπουδαιότητα της συγκεκριμένης δραματουργικής δραστηριότητας και ο διαμεσολαβητικός ρόλος της μεταξύ της ελληνικής και της ιταλικής επικράτειας για την ανάδειξη της πολιτισμικής συμβίωσης των δύο χωρών, καθώς και η αναπλήρωση των κενών, κυρίως, στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου.
Πρόκειται για την πρώτη ενδελεχή και συστηματική χαρτογράφηση ιταλικών θεατρικών έργων που μεταφράστηκαν και παρουσιάστηκαν στην Ελλάδα, από τις αρχές του 1900 έως την έκρηξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Αρκεί και μόνον η αναφορά ορισμένων ονομάτων, όπως των Gabriele D’Annunzio, Giovanni Verga, Giuseppe Giacosa, Roberto Bracco, Marco Praga, Edoardo Calandra, Dario Niccodemi, Aldo De Benedetti, Ugo Ojetti, Sem Benelli, Silvio Zambaldi, για να διαφανεί το ενδιαφέρον που παρουσιάζει αυτό το γεγονός για τα ελληνικά γράμματα. Επισημαίνω ότι μέσα από τις ελληνικές μεταφράσεις των θεατρικών έργων τους, έγιναν γνωστά στο ευρύ κοινό τα πρωτοποριακά ρεύματα εκείνης της εποχής, όπως του βερισμού. Αξίζει επίσης αναφοράς το γεγονός ότι το λογοτεχνικό είδος του γκροτέσκου θεάτρου, ενός αισθητικού κινήματος που γεννήθηκε και άνθισε στην Ιταλία, βρήκε τότε έκφραση στον ελληνικό χώρο.
Στήριξα την έρευνα για την πρόσληψη της ιταλικής δραματουργίας στην Ελλάδα, στη μελέτη της αρθρογραφίας του ημερήσιου τύπου της εποχής, των πρωτότυπων έργων στην Ιταλική γλώσσα, αλλά και στην ελληνική τους μετάφραση που πραγματοποιήθηκε από λογίους και ανθρώπους της τέχνης εν γένει. Πηγές των ελληνικών μεταφράσεων αποτέλεσαν χειρόγραφα κείμενα, οι αυτοτελείς εκδόσεις των έργων και οι δημοσιεύσεις τους σε περιοδικά. Ο πλούτος της ελληνικής και της ιταλικής αρθρογραφίας μού επέτρεψε την επαρκή τεκμηρίωση των δεδομένων διαμέσου των προβληματισμών των πνευματικών ανθρώπων, των εκάστοτε συνθηκών –ευνοϊκών ή δυσμενών– και συνάμα των καλλιτεχνικών και εμπορικών επιτυχιών ή αποτυχιών.
Η διερεύνηση των στοιχείων ξεκινά από την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα και φθάνει μέχρι το 1940, μια ημερομηνία ορόσημο για τα πολιτικά και πολιτιστικά γεγονότα της Ελλάδας, δεδομένου ότι στη συνέχεια οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες αλλάζουν και ως εκ τούτου και οι καλλιτεχνικές. Το ξέσπασμα του Ελληνοϊταλικού πολέμου και η ακόλουθη Ιταλογερμανική και Βουλγαρική Κατοχή (1940-1944) καθορίζουν τις πολιτισμικές εξελίξεις δημιουργώντας τομή και στο θεατρικό γίγνεσθαι. Κατά την περίοδο του πολέμου τα περισσότερα έργα ιταλικής προέλευσης μετονομάζονται σε γερμανικά ή ακόμα και σε γαλλικά, οι τίτλοι τους αποδίδονται εξαιρετικά ελεύθερα στην ελληνική γλώσσα ή ενίοτε αλλάζουν σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνεται δύσκολη η ταυτοποίησή τους. Επίσης, κατά τα ιδιαίτερα αυτά χρόνια του πολέμου, το ενδιαφέρον για το ελαφρύ και διασκεδαστικό ρεπερτόριο στα θέατρα παύει. Ως εκ τούτου, παύουν να παρουσιάζονται και πολλά έργα της δραματουργίας που μας απασχολεί. Τα έργα αυτά μεταγενέστερα θα θεωρούνται ξεπερασμένα, όντας μακριά από τα ενδιαφέρονται της κοινωνίας. Παρά ταύτα, το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα χρήζει, κατά τη γνώμη μου, ειδικής μελέτης.
Σε κάποιες ειδικές περιπτώσεις, όπως είναι αυτή του Dario Niccodemi, του Aldo De Benedetti, του Massimo Bontempelli και του Pier Maria Rosso di San Secondo, που τα έργα τους γνώρισαν την επιτυχία και κατά τη σύγχρονη εποχή, η έρευνα ξεπερνά τα χρονικά όρια, αγγίζοντας τη δεκαετία του ’90. Το μουσικό ιταλικό θέατρο της εποχής έχει αποκλειστεί από το πεδίο της έρευνας, καθώς αποτελεί ένα τοπίο που πρέπει να εξεταστεί μεμονωμένα και διεξοδικά. Η οπτική προσανατολίζεται αποκλειστικά στο θέατρο της πρόζας.
Επίσης φωτίζεται επαρκώς ένα μεγάλο μέρος του σημαντικού έργου των πρωταγωνιστριών-θιασαρχών Μαρίκας Κοτοπούλη και Κυβέλης Ανδριανού, διότι παρουσίασαν πρώτες, και εξαντλητικά, σε πολλές περιπτώσεις, έργα των σύγχρονων ιταλών δραματουργών. Ο λόγος για το θέατρο του ηθοποιού, όταν ακόμα στη χώρα μας οι πρωτοβουλίες ήταν στα χέρια των πρωταγωνιστών και όχι των σκηνοθετών, εφόσον ακόμα και η σκηνοθεσία, συχνότατα, ήταν δουλειά των πρώτων. Με παρόμοιο τρόπο φωτίζεται και το μεταφραστικό έργο των σημαντικών φιλολόγων και λογοτεχνών μας, Νικολάου Ποριώτη και Κώστα Καιροφύλα, που ασχολούνται πρώτοι με την απόδοση στην ελληνική γλώσσα των θεατρικών έργων που μας απασχολούν.
Έχω μελετήσει τα θεατρικά δρώμενα και τη λογοτεχνική τους προέλευση περισσότερο σε φιλολογική και συγκριτολογική βάση και λιγότερο σε ιστορική. Ιδιαίτερη επιμέλεια έχω δώσει στην καταγραφή των καλλιτεχνικών γεγονότων και της θεωρητικής τους ανάλυσης, όπως και στην περιγραφή, τον σχολιασμό και την κριτική εμβάθυνση στις έννοιες και τα περιεχόμενα των κειμένων. Το υλικό της έρευνας είναι πλούσιο και ετερόκλιτο, τόσο ως προς τον όγκο των στοιχείων όσο και ως προς το ύφος τους. Αξίζει να αναφέρω ότι δεν καλύπτει ένα μόνο αισθητικό ρεύμα, διότι από τον ρομαντισμό, περνά στον βερισμό και στο γκροτέσκο, αλλά ούτε ένα μόνο θεατρικό είδος διότι από την κωμωδία περνά στη σάτιρα και στο δράμα.
Το εύπεπτο και ευχάριστο ύφος των ιταλικών κωμωδιών, ως επί το πλείστον, δεν καταφέρνει να επικρατήσει στις ελληνικές σκηνές για πολλές δεκαετίες, όμως καταφέρνει να κινήσει δραστικά το ενδιαφέρον των Ελλήνων προς την ιταλική δραματουργία σε βάθος χρόνου. Τα περισσότερα από τα έργα που αναφέρω είναι άξια μελέτης και σκηνοθεσίας ακόμα και κατά τη σύγχρονη εποχή. Άλλωστε έχουν δώσει τροφή για τη γέννηση πολλών άλλων έργων του μοντέρνου ευρωπαϊκού ρεπερτορίου, στο οποίο, βεβαίως, συγκαταλέγεται και το ελληνικό.
Συνοψίζοντας, θεωρώ ότι η ιταλική δραματουργία του 20ού αιώνα αποτελεί τομή για την περίοδο που εξετάζεται στη χώρα μας, καθ’ ότι έδωσε το έναυσμα για την περαιτέρω καλλιτεχνική δημιουργία, έδωσε πνοή εργασίας σε μεγάλο αριθμό ελλήνων ηθοποιών και σκηνοθετών, εκτίναξε στο απόγειο τις καριέρες πολλών πρωταγωνιστών και λειτούργησε ως γέφυρα πολιτιστικής επικοινωνίας ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ιταλία, ως μήτρα γέννησης και αναγέννησης του εγχώριου θεάτρου που τελούσε υπό λήθαργο εκείνα τα χρόνια, ως μεσολαβητικός δίαυλος μεταξύ των δύο ιστορικών-καλλιτεχνικών περιόδων: των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αιώνα και του δευτέρου ημίσεως του 20ού.
Ελίνα Νταρακλίτσα
Η μελέτη της Ελίνας Νταρακλίτσα με τίτλο Η πρόσληψη της Ιταλικής δραματουργίας του 20ού αιώνα στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1900-1940 κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πολύτροπον (σελ.: 894, τιμή: 37,50 €).
Η Ελίνα Νταρακλίτσα σπούδασε θεατρολογία στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνιας και εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Διδάσκει Ιστορία Παγκοσμίου Θεάτρου και Ιταλική Δραματουργία στο Τμήμα Παραστατικών Τεχνών του Πανεπιστημίου του Γκαλάτι στη Ρουμανία και Ιστορία Ιταλικού Θεάτρου στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι, επίσης, επιστημονική συνεργάτις του Τμήματος Καλών Τεχνών του Πανεπιστημίου του Μιλάνου, του Τμήματος Τεχνών και Επικοινωνίας του Ανοιχτού Πανεπιστημίου του Μιλάνου και του Τμήματος Παραστατικών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Αβινιόν.
Οι μελέτες της έχουν δημοσιευθεί σε επιστημονικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, και αφορούν στην ιστορία και την αισθητική του ευρωπαϊκού θεάτρου, με έμφαση στο ιταλικό θέατρο και στις σχέσεις του με το ελληνικό. Αναφέρονται ενδεικτικά: «Il risveglio dei sensi nel corpo dell’attore. Uno sguardo al teatro fisico della Grecia contemporanea»,«Carlo Gozzi and the unique case of fairytale drama “Re Cervo”. From the Venetian theatres of the 18th century to the European ones of the 21st», «La musicalità nel teatro di poesia di Aghelos Terzakis», «Η παραμυθιακή δραματουργία του Carlo Gozzi. Η γέννηση και η τύχη της πριγκίπισσας Τουραντώ, 18ος αιώνας-21ος αιώνας», La riflessione filosofica, poetica e drammaturgica di Nìkos Kazantzàkis», «Η Κύπρος του Gabriele D’Annunzio. Ιστορικά και λαογραφικά κυπριακά στοιχεία στη δραματουργία του», «Το “χιουμοριστικό” θέατρο του Πιραντέλλο. Ο “Τσετσέ”, μια διαδρομή από τη φιλοσοφία στο θέατρο».
Στα επιστημονικά της ενδιαφέροντα περιλαμβάνεται επίσης η μελέτη της γαλλικής δραματουργίας, της ιταλικής λογοτεχνίας, οι φιλοσοφικές και αισθητικές διαστάσεις του έργου του Gabriele D’Annunzio, του Luigi Pirandello, του Jean Paul Sartre, κ.ά.
Στις δημοσιευμένες μεταφράσεις της συγκαταλέγονται έργα του Giacomo Leopardi, του Lorenzo Marini, του Marco Vichi, του Luigi Pirandello (έξι θεατρικά έργα) και του Jean Paul Sartre (τρία θεατρικά έργα). Έχει επίσης μεταφράσει την Ιστορία του θεάτρου του Πάολο Μποζίζιο, καθώς και την Αισθητική του χιούμορ του Luigi Pirandello (2ο βραβείο στον Διαγωνισμό Premio De Sanctis, 2007).
Πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε η δεύτερη μονογραφία της, με τίτλο: Το θέατρο του Κάρλο Γκότσι. Η σκιαγράφηση της μακραίωνης διαδρομής του παραμυθοδράματος από τις βενετικές σκηνές του 18ου στην όπερα του 21ου αιώνα (Εκδόσεις Πολύτροπον).
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος