«Ένα αγκίστρι και μια πετονιά φτάνουν για να πιάσουμε ένα ψάρι, όλα τα άλλα περιττεύουν» δηλώνει ο Παναγιώτης Ασημίδης αν και συνήθως πιάνα με δέκα κιλά, όμως η μανία ήταν το ένα, αλλά να το πιάσουμε μόνοι μας. Δεν μετρούσε η ποσότητα, περνούσαμε καλά. Το χόμπι του ερασιτέχνη ψαρά είναι ιδιαίτερο. Είναι πάθος. Δεν ξέρεις ποτέ αν θα πιάσεις, τι θα πιάσεις, ψάχνεις τρόπους, δολώματα. Μαθαίνεις μόνος σου, δεν υπάρχουν μυστικά. Πήγαινα για λαβράκια, από πείρα ήξερα τι και πότε θα φάνε. Έπαιρνα το γιο μου μαζί μου. Όμως, ό,τι κι αν του έλεγα δεν μπόρεσε να γίνει ψαράς, αφού δεν είχε όρεξη να ασχοληθεί. Πρέπει να το αγαπάς κάτι για να γίνεις κάπου καλός, ψαράς, μάστορας, τεχνίτης, δημοσιογράφος, παντού ισχύει αυτό» δηλώνει μιλώντας με σοφία.
Μιλά για την απόλαυση του ερασιτέχνη, την ησυχία, το καθαρό περιβάλλον, την καθαρή θάλασσα, τα καθαρά νερά. «Όλα αυτά σου έδιναν ιδιαίτερη χαρά» σημειώνει. Πενήντα χρόνια ψαράς ο κος Ασημίδης θυμάται πώς νέος τότε έβγαζε αχιβάδες, τα κάναμε σαλάτα, τώρα, όλα αυτά, δεν μπορείς να τα φάς. Αφήστε που με την μόλυνση έχουν εξαφανιστεί, μπορεί και να μην υπάρχουν. Να ψάξουν να το βρούνε μόνοι τους οι νέοι. Θα πρέπει να δουν γύρω τους και να συγκρίνουν τι είχαμε, τι χάσαμε. Μας έλεγαν οι ηλικιωμένοι, όταν ήμασταν νέα παιδιά, αν δεν προστατέψουμε το περιβάλλον μας, θα πιάνετε ένα σπαράγγι και θα το βαλσαμώνετε για να το βλέπετε. Κι εμείς γελούσαμε. Κι όμως φτάσαμε σε χειρότερο σημείο από ό,τι μας έλεγαν.»
Κοιτά γύρω του και μιλά προβληματισμένος για την καταστροφή στο περιβάλλον. «Είναι τεράστια και τρομερή» λέει και αναφέρει το παράδειγμα της λίμνης στο Πόρτο Λάγος. «Τι παραγωγή είχε παλιά και τι παραγωγή έχει σήμερα. Ποιος το έκανε αυτό; Ο άνθρωπος.»
Δίπλα του ο καλός του φίλος, ο κος Χάρης Ανδρεάδης, ερασιτέχνης ψαράς. Και εκείνος ξεκίνησε από παιδί με το ψάρεμα, μισό αιώνα πριν. «Μάθαμε μπάνιο στα ποτάμια και στις γκιόλες. Δεν υπήρχε αυτή η σημερινή πραγματικότητα τότε. Σαν παιδιά ήμασταν «αγρίμια», δεν έτρεχαν οι γονείς μας από πίσω για να μας προστατεύσουν. Μεγαλώναμε στην ύπαιθρο. Μάθαμε το «σκυλίσιο» μπάνιο στις γκιόλες, στον Μπουκλουτζά και στα 14 μας χρόνια πηγαίναμε στη θάλασσα. Στο Φανάρι, στο «Κούρσουμλό» , το Μητρικό, που λένε για να κάνουμε ψαροντούφεκο. Ήμασταν δύο –τρεις φίλοι και είχαμε ένα ψαροντούφεκο δεν είχαμε άλλες δυνατότητες.»
Σύμφωνα και με τον κ. Ανδρεάδη τότε είχε πάρα πολλά ψάρια. «Το πάθος μας ήταν το ψάρεμα. Υπήρχε αφθονία και όχι η κατάχρηση των φυσικών πόρων του περιβάλλοντος. Δεν χρησιμοποιούσαν οι αγρότες λιπάσματα, φυτοφάρμακα, οι νοικοκυρές δεν είχαν απορρυπαντικά, πλύσιμο στο χέρι με το λαδοσάπουνο. Δεν προκαλούσαν οι άνθρωποι τότε με την συμπεριφορά τους κακό στο περιβάλλον. Τα ποτάμια, οι λιμνοθάλασσες ήταν καθαρά.» λέει και δακρύζει στην ανάμνηση αυτής της εικόνας, αλλά και τις ιδιαίτερες γεύσεις της εποχής που ήταν νέος. « Όταν ο πατέρας μου έψηνε τα «καρακατσέλια», τα μιξινάρια μοσχοβόλαγε η γειτονιά. Αυτές οι γεύσεις έχουν χαθεί.»
Ο κος Ανδρεάδης και οι φίλοι του, 14χρονα παιδιά τότε πήγαιναν σε δύο τόπους, «άγριους», όπως τους ονομάζει. «Πηγαίναμε με τους φίλους μου, ανάμεσά τους και ο αείμνηστος Αλέκος Παπαδόπουλος. Ήμασταν οι πρώτοι ψαροντουφεκάδες μαζί μας και ο Λόης, ο Βασίλης Κορκόδειλος, ο Ορταξίδης .» Θυμάται ακόμη την αφθονία ψαριών, τον «παράδεισο» της θάλασσας. «Δεν είχαμε μέσα να βγάλουμε φωτογραφίες. Μας έμειναν μόνο οι αναμνήσεις: Σαργοί, Ροφοί, Τσιπούρες. Ποτέ δεν τα πουλούσαμε, πάντα τα δίναμε έτσι. Μερικές φορές είχαμε αβαρία στο μηχανάκι γιατί χωνόμασταν όπου να ναι δεν είχαμε δρόμους και αναγκαζόμασταν να τα πετάξουμε.»
Εκείνη την μακρινή πια εποχή διασκέδαζαν στον «Θρασύβουλο» ή στα «Καλαμαράκια», ταβέρνες με καλή ρετσίνα μέχρι τις 12 το βράδυ κι ύστερα έφευγαν για να πάνε για ψάρεμα. «Μόνο με τσιγάρα, ούτε νερό, γιατί είχε ένα πηγάδι στο «Μπάτι» και πίναμε από εκεί, πηγαίναμε και κοιμόμασταν εκεί μέχρι να ξημερώσει να είμαστε έτοιμοι για ψάρεμα. Ψάρια πάρα πολλά. Ένα ψαροντούφεκο που το έπαιρνε πρώτα ο ένας και ύστερα ο άλλος και ένα μαγιό ο εξοπλισμός μας, τίποτα άλλο.»
Όπως λέει ψάρεψε στην Κρητή, στην Αττική αλλά σαν τη Θράκη πουθενά. «Τότε ήταν Παράδεισος. Είχαμε σουσάμια, ρεβίθια , κυνήγια κα. Είχε τα πάντα. Αλλά δεν είχε βαμβάκια, δεν είχε λιπάσματα, φυτοφάρμακα και ξόδεμα νερού σ΄αυτές τις δυναμικές καλλιέργειες. Ή κατασπατάληση των υδάτινων πόρων. Θυμάμαι παλιά λέγανε η Κομοτηνή είναι βατραχούπολη. Έσκαβες με το χέρι σου και έβγαζες νερό και τώρα λέμε ότι έχουμε λειψυδρία.Πού; Στην Κομοτηνή, στο “Καραμπατάκι” αν είναι ποτέ δυνατόν;»
Ο κος Ανδρεάδης και τότε και τώρα στην αγκαλιά της θάλασσας βρήκε τη γαλήνη όπως λέει και σημειώνει πως «Από το 1964 είναι μέσα στη θάλασσα» λέει και προβλήματίζεται για την εικόνα σήμερα «Οι νέοι σήμερα δεν έχουν τον παράδεισο που είχαμε εμείς κάποτε. Ούτε τις εμπειρίες, ούτε τα μέσα να μάθουμε και να σεβόμαστε. Όλα είναι η συνείδηση. Δεν υπάρχει συνείδηση. Αν πεις ότι μπορείς να αδειάσεις την περιοχή της Θράκης από ψάρια οι μισοί θα σπεύσουν να το κάνουν. Λείπει η συνείδηση και το μέτρο.» Και σήμερα, όταν «πέφτει η ψυχολογία του»¨ πάντα βουτάει στη θάλασσα. «Έεε βλέπω μέρη που άλλοτε έσφιζαν από ζωή να έχουν τώρα μια λάσπη, μια πρασινάδα με ψάρια λιγοστά . Υπεραλίευση, καταστροφή του βυθού, του γόνου. Είμαστε Έλληνες και είμαστε άξιοι της μοίρας μας. Δεν υπάρχει συνείδηση ό,τι μπορεί να βγάλει ο Έλληνας σήμερα θα το βγάλει. Έχουν γίνει «αρπακτικά». Βιντεοσκοπούν για να κάνουν το κομμάτι τους. Εμείς είχαμε το πάθος να βουτήξουμε, να βγάλουμε το μεγάλο το Ρομφό, το Σαργό , χωρίς οξυγόνο μέχρι 15 μέτρα με μια απλή μάσκα. «Τώρα βουτάω χαζεύω τους αχινούς και αν βρω κανένα χταποδάκι είναι ό,τι καλύτερο για να συνοδεύσει το τσίπουρο με τους φίλους.»
Φώτο: Ο Παναγιώτης Ασημίδης και ο Χάρης Ανδρεάδης ρεπορτάζ-κείμενο-φωτογραφία:Μαρία Νικολάου
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος