Ξεχωριστό χρώμα έχουν οι μέρες του Δωδεκαημέρου στη Θράκη. Ιδιαίτερα τα Χριστούγεννα γιορτάζονται με την παράδοση ζώσα. Στον Ίασμο της Ροδόπης για παράδειγμα, οι κάτοικοι, απόγονοι των κατοίκων της Αναστασιούπολης, νήστευαν από κρέας και γαλακτομικά, τις Τετάρτες και τις Παρασκευές και από λάδι καθ όλη τη διάρκεια της νηστείας, πολλοί το κάνουν ακόμη και σήμερα.
«Όλη αυτή την περίοδο, προ των Χριστουγέννων, οι νοικοκυρές καταπιανόταν με το καθάρισμα των σπιτιών. Τα σπίτια ήταν τότε ανοικτά, οι νοικοκυρές έπρεπε να καθαρίσουν, να κάνουν τα χαγιάτια με το χώμα, να καθαρίσουν τα χάλκινα αντικείμενα που είχαν στο σπίτι, τα μπακίρια , να τα αραδιάσουν στα ράφια και έτσι, τακτοποιώντας και κάνοντας δουλειές, περίμεναν με ανυπομονησία την ημέρα των Χριστουγέννων» δηλώνει ο Μόσχος Μυλωνάς και σημειώνει πως την παραμονή των Χριστουγέννων, που στον Ίασμο την λένε και «κοφτού» από ένα είδους φαγητού που παρασκευάζεται εκείνη την ημέρα , όλοι ήταν επί ποδός. Θα έπρεπε η νοικοκυρά να ζυμώσει το Χριστόψωμο, που ήταν ένα ψωμί ειδικά για εκείνη τη βραδιά , φτιαγμένο με πολύ μεράκι. «Πάνω είχε σχεδιασμένο το σήμα του σταυρού και διάφορα άλλα σχέδια φτιαγμένα από την ίδια ζύμη. Σταφύλια, στάχυα και γύρω -γύρω καρύδια, μέσα στο Χριστόψωμο έβαζαν ένα νόμισμα τυλιγμένο με κόκκινη κλωστή, σήμα ευτυχίας.»
Σύμφωνα με τον κο Μόσχο Μυλωνά έστρωνε η νοικοκυρά το σοφρά, καθόταν όλοι γύρω από αυτόν και έβαζε ο νοικοκύρης ένα χοντρό ξύλο στο τζάκι για να καίει όλο το δωδεκαήμερο, το Χριστόξυλο. Στο τραπέζι έβαζαν νηστίσιμα φαγητά, εννέα στον αριθμό, όσοι και οι μήνες εγκυμοσύνης της Παναγίας. Ο νοικοκύρης με το θυμιατό θύμιαζε το Χριστόψωμο και τους παρευρισκόμενους, έκοβε το Χριστόψωμο βγάζοντας το πρώτο κομμάτι για το Χριστό και την Παναγία και μετά κατά σειρά για όλα τα άτομα της οικογένειας. Το τραπέζι αυτό δεν σηκωνόταν το βράδυ γιατί πίστευαν ότι κατέβαινε η Παναγία με το Χριστό για να φάνε, το σήκωναν την άλλη μέρα το πρωί. Καθόταν μέχρι αργά τη νύχτα λέγοντας ιστορίες για τους Καλικάντζαρους που πίστευαν ότι κατέβαιναν από την παραμονή των Χριστουγέννων στο σπίτι και έκαναν ζημιές. Γι αυτό και έβαζαν το ξύλο, το Χριστόξυλο, να καίει όλο το Δωδεκαήμερο πιστεύοντας ότι δεν θα είχαν χώρο να κατεβαίνουν οι καλικάντζαροι από το τζάκι και αν κατέβαιναν θα καιγόταν. Ακόμη τα παιδιά την παραμονή έκαναν δώδεκα δεματάκια από ψηλά ξύλα με δώδεκα ξύλα το καθένα και κάθε μέρα με αυτά άναβε ο νοικοκύρης το τζάκι.
Την άλλη μέρα ξημερώματα χτυπούσε η καμπάνα, πολύ παλιότερα γυρνούσε ο κράχτης στο χωριό και φώναζε: «Χωριανοί ξημερώνει, ήρθε η ώρα για την εκκλησία». Και όλοι ντυμένοι με τα γιορτινά τους ξεκινούσαν για την ενορία της εκκλησίας τους , μετά το τέλος της λειτουργίας ευχόταν ο ένας στον άλλον χρόνια πολλά και γυρνούσαν όλοι στα σπίτια τους για να ευχηθούν χρόνια πολλά στους πιο ηλικιωμένους που δεν μπορούσαν να πάνε στην εκκλησία και κάθονταν να φάνε γιατί στην εκκλησία πήγαιναν νηστικοί για να κοινωνήσουν.
Το μεσημέρι έστρωναν το τραπέζι πλούσιο με χοιρινά, κοτόπουλο και μπόλικο κρασί και τσίπουρο που υπήρχε και υπάρχει ακόμη στον Ίασμο, το ίδιο γευστικό. Το βράδυ έκαναν επισκέψεις και δέχονταν επισκέψεις. Έπρεπε να επιστρέψουν στο σπίτι πριν τις δώδεκα γιατί μετά τις δώδεκα γυρνούσαν οι καλικάντζαροι και όποιον αντάμωναν στον δρόμο, θα του έκαναν κακό, θα τον «μαγαρίζανε». Αν ήταν ανάγκη να βγουν έξω, να κυκλοφορήσουν μετά τις δώδεκα, θα έπρεπε να έχουν μαζί τους φως , επειδή δεν υπήρχε ηλεκτρικό έξω στους δρόμους, κουβαλούσαν πάντα ένα φανάρι για να απομακρύνει τους καλικάντζαρους, έτσι συνεχιζόταν με γλέντια η δεύτερη και η τρίτη μέρα των Χριστουγέννων.
φώτο: αρχείο ΕΡΤ ρεπορτάζ-κείμενο-:Μαρία Νικολάου
Κάνε like στη σελίδα μας στο Facebook
Ακολούθησε μας στο Twitter
Κάνε εγγραφή στο κανάλι μας στο Youtube
– Αναφέρεται ως πηγή το ertnews.gr στο σημείο όπου γίνεται η αναφορά.
– Στο τέλος του άρθρου ως Πηγή
– Σε ένα από τα δύο σημεία να υπάρχει ενεργός σύνδεσμος